Το πρωί της παραμονής (31 Δεκεμβρίου) οι νοικοκυρές ζύμωναν και έψηναν τα "λουκούμια" και τα γλυκά. Τα λουκούμια τα έφτιαχναν με σιταρένιο αλεύρι, λάδι και ζάχαρη.
Στην ουσία ήταν μικρές μπουκίτσες γλυκού ψωμιού. Τα ονόμαζαν λουκούμια γιατί ήταν πολύ μικρά όπως και τα ομώνυμα λουκούμια.
Τα γλυκά που συνήθιζαν να φτιάχνουν οι λημνιές, ήταν οι σαμσάδες[1] (φύλλο γεμισμένο με καβουρντισμένο σουσάμι, καρύδια σταφίδες κι αμύγδαλα) και οι δίπλες, βουτηγμένες μέσα στο μέλι.
Αφού ετοίμαζαν τα γλυκά και έψηναν και την βασιλόπιτα στην συνέχεια ετοίμαζαν κι έστρωναν το πρωτοχρονιάτικο τραπέζι.
Στο πρωτοχρονιάτικο τραπέζι έκρυβαν συνήθως ένα νόμισμα κάτω από το καλό υφαντό τραπεζομάντηλο που έστρωναν την ημέρα εκείνη, για να είναι πλούσια όλη η χρονιά.
Πάνω στο τραπέζι τοποθετούσαν ένα ρόδι(για να είναι όπως το ρόδι γεμάτο το τραπέζι και τ' αμπάρια όλη τη χρονιά), αμύγδαλα, τις πιατέλες με τις δίπλες και τους σαμσάδες, τη βασιλόπιτα, άλλα γλυκίσματα και φυσικά μέλι για να είναι γλυκιά η χρονιά.
Απαραίτητο συμπλήρωμα ήταν και οι τηγανίτες .
Πάνω στο τραπέζι τοποθετούσαν ένα ρόδι(για να είναι όπως το ρόδι γεμάτο το τραπέζι και τ' αμπάρια όλη τη χρονιά), αμύγδαλα, τις πιατέλες με τις δίπλες και τους σαμσάδες, τη βασιλόπιτα, άλλα γλυκίσματα και φυσικά μέλι για να είναι γλυκιά η χρονιά.
Απαραίτητο συμπλήρωμα ήταν και οι τηγανίτες .
Το τραπέζι το άφηναν στολισμένο όλη τη μέρα για το βρει έτσι πλούσιο ο καινούργιος χρόνος.
Στο κατώφλι του σπιτιού έβαζαν ένα σίδερο κάτω από ένα χρέμι.
Συνήθως ήταν ένα πέταλο αλόγου, για να το πατήσουν και να είναι σιδερένιοι και να μην αρρωστήσουν τη νέα χρονιά.
Συνήθως ήταν ένα πέταλο αλόγου, για να το πατήσουν και να είναι σιδερένιοι και να μην αρρωστήσουν τη νέα χρονιά.
Ανήμερα την πρωτοχρονιά, τα χαράματα, οι γυναίκες πήγαιναν στην κεντρική βρύση του χωριού για να πάρουν το αμίλητο νερό και να αφήσουν την βρύση ανοιχτή, να τρέχει ώστε να τρέχει κι ο πλούτος στο σπιτικό τους.
Πήγαιναν στη λειτουργία το πρωί κι επιστρέφοντας στο σπίτι, ο νοικοκύρης έσπαγε στο κατώφλι του σπιτιού ένα ρόδι που είχε πάρει μαζί του στην εκκλησία για να λειτουργηθεί και να φέρει την ευλογία στο σπιτικό του.
Όσο πιο πολλοί σπόροι του ροδιού πεταγόντουσαν τόσο πιο ευνοϊκή και πλούσια θα ήταν η νέα χρονιά. Ύστερα ο νοικοκύρης έμπαινε στο σπιτικό πρώτος για να κάνει ¨"ποδαρικό".
Όταν μαζευόταν όλη η οικογένεια, έκοβαν τη βασιλόπιτα. Στη συνέχεια τα παιδιά με τα καλαθάκια στο χέρι γύριζαν στα σπίτια του χωριού και έλεγαν τα κάλαντα του Αγίου Βασιλείου
«Πουλ’πουλ[2] και του χρον’
Φέραμ’τουν Αγιου Βασίλ’
Ούλου μάλαμα κι ασήμ’».( Γ.Μέγα,1940)
Η σπιτονοικοκυρά τους καλωσόριζε με την φράση «Καλώς τον πέτ’ναρο « αν ήταν αγόρι κι αν ήταν κορίτσια τους έλεγε «καλώς τ’ς π’λαδέλλες[3]».Τους κέρναγε από τα γλυκίσματα που είχε φτιάξει και τους γέμιζε τα καλαθάκια με ξερά σύκα, σταφίδες κι αμύγδαλα.
Το μεσημεριανό γεύμα της πρωτοχρονιάς ήταν ο καπαμάς, δηλαδή βραστό χοιρινό κρέας.
Αν κάποιος επισκέπτης τους επισκεπτόταν την μέρα εκείνη, έφερνε μαζί του και μια πέτρα και την άφηνε έξω από το σπίτι, λέγοντας:«Όπως βαρεί η γη πέτρα, έτσι να βαρεί και τ’αφέντ’ η σακκούλα»
Ευαγγελία Χ.Λιάπη
Ευαγγελία Χ.Λιάπη
[1] Έτσι ονομάζεται στη Λήμνο ένα είδος σπιτικού μπακλαβά. Τον ονόμαζαν έτσι γιατί έβαζαν μέσα σουσάμι. (=σ’σάμ’)
[2] Με το πουλ’πουλ φωνάζουν οι χωρικοί της κότες. Αυτή την έκφραση συνήθιζαν να λένε και τα μικρά παιδάκια στα κάλαντα για αυτό και η νοικοκυρά τα αποκαλεί στο καλοσώρισμα της, πετεινό.
[3] Πουλαδέλα=μικρό πουλακι
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου