Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΠΟΛΙΟΧΝΗ,η ιστορία της ανασκαφής


Το καλοκαίρι του 1885 οι αρχαιολόγοι Cousin και Durrabach  της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής της Αθήνας ανακάλυψαν στην περιοχή Εσώκαστρο ή Σώκαστρο, στα Καμίνια,  στα ερείπια ενός παλαιού ναίσκου αφιερωμένου στον  Άγιο  Αλεξάνδρο, τη στήλη των Καμινίων.
Την επόμενη χρονιά το 1886 η Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή της Αθήνας δημοσίευσε στο Δελτίο της (Bull.de corr.hell, X ,1-6) την είδηση για τον εντοπισμό της στήλης προκαλώντας  το έντονο ενδιαφέρον των αρχαιολόγων και ιδιαίτερα των Ιταλών που ασχολούνταν με την Ετρουσκολογία. 
Oι Ιταλοί, οι οποίοι είχαν γαλουχηθεί με τους στίχους του εθνικού τους ποιητή του Βιργιλίου, είχαν συνδέσει το μακρινό παρελθόν τους με την Ανατολή. Η στήλη των Καμινίων με το ελληνικό αλφάβητο και την άγνωστη γλώσσα τους κίνησε το επιστημονικό ενδιαφέρον τους.
Έτσι, όταν λίγα χρόνια αργότερα ο Alessandro Della Seta[1] ανέλαβε τη διεύθυνση της Σχολής στην Αθήνα[2] θέλησε να ασχοληθεί  με τις ανασκαφές στα Καμίνια, επιδιώκοντας να συγκεντρώσει  πληροφορίες σχετικά με την στήλη και την εγκατάσταση των Ετρούσκων-Τυρρηνών (Τυρσηνών) στο νησί.
Αρχικά δυσκολεύτηκε πολύ να  πάρει την άδεια για τις ανασκαφές στα Καμίνια αλλά κατάφερε με ευκολία να αναλάβει τις ανασκαφές στην αρχαία Ηφαιστεία.
Το 1928 ο Alessandro Della Seta ανακάλυψε στην Ηφαιστεία μια νεκρόπολη του VII-VI αιώνα π.Χ.(τυρρηνική την χαρακτήρισε) και είχε την τύχη να βρει σε θραύσματα από τεφροδόχα αγγεία τέσσερις επιγραφές[3],  οι οποίες έφεραν το ίδιο αλφάβητο και την ίδια γλώσσα με την στήλη των Καμινίων.
Ο Della Seta  θεώρησε ότι είχε βρει στα ερείπια της Ηφαιστείας, την τυρρηνική νεκρόπολη και θεώρησε ότι η ύπαρξη των τεσσάρων νέων επιγραφών επιβεβαίωνε το γεγονός της μόνιμης εγκατάστασης στο νησί των Τυρρηνών-Ετρούσκων. Έπρεπε λοιπόν να συλλέξει περισσότερα στοιχεία και στράφηκε ξανά προς τα Καμίνια, εκεί όπου είχε βρεθεί η  επιτύμβια στήλη.
Στις 21 Αυγούστου του 1930 ενώ ο ίδιος βρισκόταν στην Ηφαιστεία, έστειλε δυο αρχαιολόγους που έκαναν το μεταπτυχιακό τους στην Αθήνα και  συμμετείχαν στις ανασκαφές, να ερευνήσουν την περιοχή των Καμινίων.  
Οι αρχαιολόγοι και μεταπτυχιακοί φοιτητές, Giacomo Caputo και Goffredo Ricci έφτασαν στα Καμίνια επισκέφτηκαν το σημείο εντοπισμού της στήλης, είδαν τους  τέσσερις τάφους (γούρνες τις αποκαλούσαν οι ντόπιοι) και εκεί οι ντόπιοι τους ενημέρωσαν πως ξερολιθιές που ίσως τους φανούν χρήσιμες υπάρχουν και στον Βρόσκοπο, στη Πολιόχνη.
Οι Giacomo Caputo[4] δευτεροετής μεταπτυχιακός φοιτητής και ο Goffredo Ricci[5],πρωτοετής μεταπτυχιακός φοιτητής στην Σχολή της Αθήνας πήγαν  στην παραλία της Πολιόχνης και εκεί ο Giacomo Caputo[6] παρατηρώντας μια ξερολιθιά  θεώρησε πως όλα συνηγορούσαν για την ύπαρξη ερειπίων αρχαιολογικού ενδιαφέροντος.
 Η Πολιόχνη είχε ανακαλυφθεί[7]. Λίγες μέρες αργότερα ,στις 9 Σεπτεμβρίου του ιδίου έτους θα γίνει η πρώτη δοκιμαστική ανασκαφή από τον Goffredo Ricci.
Η ανασκαφή επίσημα ξεκίνησε το 1931 και διήρκησε 6 χρόνια, μέχρι το 1936.
Αρχηγός της ιταλικής αποστολής ήταν ο Alessandro della Seta[8] ενώ στις ανασκαφές εκτός από τον Goffredo Ricci[9], Giacomo Caputo, συμμετείχαν και άλλοι φοιτητές ανάμεσα τους και  ο Bernabo Brea[10].
O Della Seta θεωρώντας την έρευνα στη Πολιόχνη[11] αρχικά ασήμαντη[12], δεν πολυασχολήθηκε με τις ανασκαφές αλλά είχε στρέψει την προσοχή του εξ ολοκλήρου στην Ηφαιστεία.
Η ανασκαφή σταμάτησε απότομα το 1936 έχοντας φέρει στο φως σχεδόν το μισό της επιφάνειας του λόφου, γύρω στα 6000τ.μ. της Πολιόχνης.
Η ανασκαφή σταμάτησε κυρίως λόγω των πολιτικών ζυμώσεων που γίνονταν την εποχή εκείνη στην Ιταλία.
Ο Mussolini μεσουρανούσε και η πολιτική ιδεολογία που πρέσβευε ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με την συγκεκριμένη ανασκαφή.
 Πιο συγκεκριμένα το Ιταλικό Κράτος χρηματοδοτούσε την Σχολή της Αθήνας για μια ανασκαφή που  θα συγκέντρωνε πληροφορίες γύρω από τους Τυρρηνούς-Tυρσηνούς-Ετρούσκους που φέρονταν ως οι γενάρχες των Ιταλών.
Αλλά και ο Αινείας σύμφωνα με τον Βιργίλιο, έφυγε από την Τροία τις στιγμές της καταστροφής της,  μαζί με τον γιο του τον Ασκάνιο ,τον οποίο κρατούσε σφικτά από το χέρι, έχοντας στους ώμους του τον γέροντα πατέρα του, ενώ η σύζυγος του η Κρεούσα τον ακολουθούσε από πίσω.
Ύστερα από πολλές περιπέτειες και περιπλανήσεις θα καταφέρει να φτάσει στη Ρώμη για να γίνει ο γενάρχης των Ιταλών.  
O Αινείας λοιπόν είχε έρθει από την Ανατολή αλλά και οι Ετρούσκοι-Τυρρηνοί-Tusci κι αυτοί από την Ανατολή είχαν έρθει.
Το φασιστικό όμως καθεστώς του Mussolini  δεν το ενδιέφερε η εξ Ανατολάς προέλευση του γένους των Ιταλών. Yπήρχε όμως και ένα σημαντικότερο πρόβλημα για το καθεστώς του  Mussolini.
Ο Alessandro Della Seta[13], ο διευθυντής της Scuola Archeologica Italiana της Αθήνας και αρχηγός της αρχαιολογικής αποστολής στη Πολιόχνη, ήταν εβραίος. Οι ανασκαφές στο νησί σταμάτησαν το  1936. 
Το 1939 η ιταλική κυβέρνηση εφαρμόζοντας ένα ρατσιστικό νόμο του 1938, έπαψε τον  Alessandro Della Seta των καθηκόντων του, ως διευθυντή της Ιταλικής Αρχαιολογικής Σχολής της Αθήνας.
Λίγο πριν απομακρυνθεί από την Λήμνο, τo 1938-1939, ο Alessandro Della Seta ανέθεσε  στoν αρχιτέκτονα Augusto Baccin[14], o οποίος είχε κερδίσει υποτροφία για την Αρχαιολογική Σχολή της Αθήνας και βοηθούσε την αποστολή με τις γνώσεις και τις συμβουλές του,  να σχεδιάσει και να επιμεληθεί την κατασκευή  του σπιτιού της αποστολής στη Πολιόχνη καθώς επίσης και του  μουσείου στο Κάστρο(Μύρινα) για να δεχτεί τα ευρήματα των ανασκαφών της Ιταλικής Σχολής στη Λήμνο.
Η απομάκρυνση του Della Seta από την διεύθυνση της σχολής  στην Αθήνα, ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος στη συνέχεια και η γερμανική κατοχή ερήμωσαν το χώρο της ανασκαφής και των εγκαταστάσεων που είχαν δημιουργηθεί για την διαμονή των αποστολών.
Η εγκατάλειψη του χώρου από το 1938-1951 ήταν πλήρης. Ο πόλεμος και η γερμανική κατοχή βοήθησαν στην καταστροφή και την εγκατάλειψη του αρχαιολογικού χώρου. 
Τα χρόνια της γερμανικής κατοχής οι Γερμανοί χρησιμοποίησαν το οίκημα της αποστολής για την διαμονή τους. Η μεγαλύτερη όμως καταστροφή έγινε μετά το 1945, με την απελευθέρωση. 
Οι ντόπιοι, κάτοικοι των Καμινίων, φτωχοί και αμαθείς όρμησαν και στην κυριολεξία λεηλάτησαν τα κτίρια. 
Αρκεί να σημειωθεί ότι ακόμα και τις τζακόπετρες (τις πέτρες με τις οποίες είχε κατασκευαστεί το τζάκι ) τις ξήλωσαν και τις πήραν στα σπίτια τους.
Η περιοχή της Πολιόχνης την περίοδο της κατοχής είχε ναρκοθετηθεί. Μέσα στο πηγάδι που υπήρχε μπροστά από τα κτίσματα στη συντήρηση που έγινε το 1990 βρέθηκαν  γερμανικά όπλα τα οποία  εγκατέλειψαν οι Γερμανοί κατά την αποχώρηση[15].
Οι ανασκαφές ξανάρχισαν το 1951 υπό την διεύθυνση του Luigi Bernabo Brea.
Ο Luigi Bernabo Brea στο μεσοδιάστημα (1936-1951)είχε εξειδικευτεί στην Προϊστορία .Είχε αποκτήσει μεγαλύτερη εμπειρία στην στρωματογραφία και γνώριζε τα λάθη που είχαν γίνει στην α’φάση της ανασκαφής.(1931-1936).
Η ανασκαφή άρχισε συντηρώντας τα παλιά ευρήματα. Η φάση αυτή ήταν και η πιο δύσκολη.
Τα ευρήματα της α’φάσης είχαν μείνει εκτεθειμένα στον ήλιο, στον άνεμο και την βροχή για 15 χρόνια. 
Επιπλέον οι χωρικοί και τα ζώα είχαν ανακατέψει τις ξερολιθιές, γκρεμίζοντας πολλές φορές τα τείχη. 
Επικρατούσε χάος στον αρχαιολογικό χώρο της Πολιόχνης που έμοιαζε περισσότερο με νταμάρι παρά με αρχαιολογικό χώρο.
Αρχικά λοιπόν ο Bernabo Brea[16] αναστήλωσε και συντήρησε ότι είχε καταρρεύσει τα προηγούμενα χρόνια. 
Το οίκημα και κατάλυμα της αποστολής ήταν ερείπια. Το μόνο που είχε απομείνει ήταν κάποιοι μισογκρεμισμένοι τοίχοι.
Έτσι η αποστολή αποφάσισε να μείνει στο χωριό, στα Καμίνια. Για εργαστήρι ,όπου συγκέντρωναν τα ευρήματα, τα έπλεναν ,τα στέγνωναν και τα κατέγραφαν χρησιμοποίησαν το παλιό σχολείο του χωριού που βρίσκεται δίπλα στην εκκλησία της Παναγίας. 
Οι ίδιοι διέμεναν σε ένα δίπατο σπίτι με μεγάλη αυλή κοντά στην πλατεία του χωριού, στην οικία  Γαβρούδη.
Ο Bernabo Brea είχε την τύχη να έχει μαζί του μια σημαντική ομάδα από έμπειρους επιστήμονες και ερευνητές. Ήταν τα μέλη της Εφορίας αρχαιοτήτων των Συρακουσών.
Το καλοκαίρι του 1956, στην αρχή της ανασκαφικής περιόδου ο Bernabo Brea θα σταθεί ιδιαίτερα τυχερός.
Θέλοντας να καθαρίσει την ήδη ανασκαμμένη περιοχή (είχε μεσολαβήσει ο χειμώνας με τις βροχές και τους δυνατούς αέρηδες), ζήτησε από τους ντόπιους εργάτες που η αποστολή χρησιμοποιούσε να ξεχορταριάσουν και να καθαρίσουν το έδαφος. 
Ένας εργάτης ο Νικόλαος Ζωναράς χτύπησε  με την αξίνα του στη ρίζα ενός μικρού θάμνου για να το βγάλει και έσπασε ένα  μικρό πήλινο αγγείο που ήταν κρυμμένο στο έδαφος, κοντά στη βάση ενός πίθου, για να χυθεί έξω και να αποκαλυφθεί ο θησαυρός(τέλος Κίτρινης Περιόδου).
Ο θησαυρός βρέθηκε κάτω από το πάτωμα του ήδη ανασκαμμένου μεγάρου 643.Οι ανασκαφείς έχοντας βρει το πάτωμα του μεγάρου 643 τα προηγούμενα χρόνια και είχαν σταματήσει. 
Οι ιδιοκτήτες του θησαυρού, τον  είχαν κρύψει κάτω από το πάτωμα του μεγάρου, δίπλα στη βάση  ενός μεγάλου πίθου, για να τον διαφυλάξουν. Η βίαιη και ξαφνική όμως καταστροφή δεν τους επέτρεψε να γυρίσουν και να τον πάρουν. Έτσι για αιώνες έμενε καλά κρυμμένος και προφυλαγμένος. Η πρώτη εντύπωση του Brea ήταν ότι ο θησαυρός ήταν μέρος του θησαυρού της ωραίας Ελένης.[17]
Ο Bernabo Brea ύστερα από πολλά χρόνια ανασκαφής (μετείχε και στην α’ φάση 1931-1936) ένοιωθε πλέον δικαιωμένος. 
Η Πολιόχνη, η άγνωστη προϊστορική πόλη της  Λήμνου και της Ελλάδας, η Πολιόχνη που δεν είχε την τύχη να την τραγουδήσει ο Όμηρος και να την εξερευνήσει ο Σλήμαν, μετά από τόσα χρόνια σιωπής, είχε αποφασίσει να του μιλήσει και να του αποκαλύψει τα μυστικά της. 
Ο έμπειρος αρχαιολόγος αναγνώρισε στα ευρήματα του θησαυρού ομοιότητες με τον θησαυρό που ο Σλήμαν είχε βρει αρκετά χρόνια πριν στην Τροία.
Ο Σλήμαν είχε ονομάσει τον θησαυρό του, «θησαυρό του Πριάμου».Ο Bernabo Brea[18] θα ονομάσει αρχικά το θησαυρό ως το «θησαυρό της Ωραίας Ελένης».
Μετά την ανεύρεση του θησαυρού οι ανασκαφές σταμάτησαν. 
Ο Bernabo Brea μελέτησε τα ευρήματα της Πολιόχνης και τα συμπεράσματα τα δημοσίευσε σε ένα δίτομο έργο με τον τίτλο: «Poliochni,citta preistorica nell’isola di Lemno» vol.I 1964 & II 1974 το οποίο εκδόθηκε στη Ρώμη.
Το 1961 εγκαινιάστηκε το Αρχαιολογικό Μουσείο Λήμνου στο Κάστρο[19](Μύρινα) στο οποίο στεγάστηκαν τα εκθέματα των ανασκαφών. 
Ο θησαυρός της Πολιόχνης, όπως και η Στήλη των Καμινίων, τα σημαντικότερα ευρήματα  της περιοχής για λόγους ασφαλείας έμειναν στην Αθήνα, στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.
Μετά το 1956 και το τέλος των ανασκαφών ,η περιοχή για μια ακόμα φορά ερήμωσε και εγκαταλείφθηκε, τόσο ο αρχαιολογικός χώρος, όσο και το οίκημα της αποστολής.
Οι κάτοικοι βρήκαν την ευκαιρία να σηκώσουν ότι είχαν αφήσει την προηγούμενη φορά (1936-1951).
Μέχρι και τις γωνιές (τις μεγάλες πέτρες που χρησιμοποιούν στο χτίσιμο και τις βάζουν στις γωνίες των τοίχων κατά την ανοικοδομή) τις σήκωσαν και τις πήραν, για να τις χρησιμοποιήσουν στην οικοδόμηση των δικών τους οικημάτων (σπιτιών ή μαντρών).
Η περιοχή από το 1956-1973 εγκαταλείφθηκε στην τύχη της. Αέρηδες, βροχή ήλιος και αγριόχορτα την συντρόφευαν. Κανείς δεν ενδιαφερόταν πια για αυτήν.
Οι κάτοικοι έπαψαν να την αποκαλούν πια Πολιόχνη και την αποκαλούσαν χαϊδευτικά «Ιταλικά», ενθυμούμενοι τις ένδοξες και κοσμοπολίτικες  μέρες που γνώρισε η περιοχή, λόγω της παρουσίας των Ιταλών αρχαιολόγων.
Το καλοκαίρι όμως του 1973, η Πολιόχνη γνώρισε καινούργιους επισκέπτες. Ήταν ο ελληνικός στρατός, ο οποίος λόγω της εισβολής των Τούρκων στη Κύπρο, έσπευσε να εξοπλίσει αμυντικά την περιοχή και να την προφυλάξει από επικείμενη εισβολή. Η περιοχή από το 1973-1982 ήταν δεσμευμένη από τις στρατιωτικές αρχές.
Το 1986 ο Antonino Di Vita διευθυντής τότε της Ιταλικής Αρχαιολογικής Σχολής στην Αθήνα κατήρτισε με την έγκριση της αρμόδιας Εφορίας Αρχαιοτήτων ένα πρόγραμμα εργασιών το οποίο επικεντρωνόταν στην αναστήλωση και αποκατάσταση των ζημιών κατά την περίοδο των τριάντα ετών που είχαν μεσολαβήσει από τις τελευταίες ανασκαφές (1956).
Την εποπτεία της συντήρησης, αναστήλωσης και αποκατάστασης ανέλαβε ένας χαρισματικός αρχαιολόγος o Alberto Benvenuti[20].
Το 1987 άρχισαν και νέες ανασκαφές οι οποίες ανατέθηκαν στον καθηγητή Santo Tine’.
O καθηγητής Santo Tine’ ανέλαβε να προσδιορίσει την πραγματική λειτουργία των τειχών που περιέκλειαν τον οικισμό.
Οι πρώτοι ανασκαφείς είχαν χαρακτηρίσει τα τείχη αμυντικά. Το παράδοξο όμως ήταν ότι τα τείχη περιορίζονταν μόνο από την πλευρά της ενδοχώρας. Οι ανασκαφές του καθηγητή Santo Tine’ απέδειξαν ότι  τα τείχη ήταν αναλημματικά έργα. 
Ο εχθρός της πόλης της Πολιόχης ήταν σύμφωνα με τον καθηγητή Santo Tine’, ο χείμαρρος Αυλάκι. 
Οι κάτοικοι είχαν οχυρώσει την πόλη με τείχη  για να προστατευτούν κυρίως από την υπερεκχείλιση του ποταμού κατά τους χειμερινούς μήνες και τις κατολισθήσεις.
Ευαγγελία Χ.Λιάπη


[1] Ο Alessandro Della Seta γεννήθηκε στη Ρώμη στις 29-06-1879 και πέθανε στη Καστέτζιο Ρεβέτα στις 20-09-1944 .Από το 1926 ήταν καθηγητής Ετρουσκολογίας και Ιταλικής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης. Το 1919 διορίστηκε διευθυντής της Scuola Archeologica Italiana της Αθήνας. Η ιδιότητα του Ετρουσκολόγου θα τον οδηγήσει στην Λήμνο για να συλλέξει, ως ειδικός στους Ετρούσκους, πληροφορίες σχετικά με την στήλη των Καμινίων. Αρχικά πίστεψε ότι στην Πολιόχνη είχε βρει τον οικισμό των Τυρρηνών_Ετρούσκων  της  Λήμνου.
[2] Η Scuola Archeologica Italiana di Atene (Ιταλική Αρχαιολογική Σχολή της Αθήνας) ιδρύθηκε το 1909 και εξαρτάται διοικητικά από το Υπουργείο Πολιτισμού της Ιταλίας. Είναι η μοναδική μεταπτυχιακή σχολή της Ιταλίας στο εξωτερικό. Σκοπός της Σχολής είναι η έρευνα της αρχαιότητας στον ελληνικό χώρο και η άσκηση των Ιταλών επιστημόνων σε αυτήν.Σήμερα λειτουργεί ως ινστιτούτο έρευνας στο πολιτισμό του Αιγαίου με 24 μεταπτυχιακούς φοιτητές.
[3] Alessandro Della Seta,”Iscrizioni tirreniche di Lemno”,Scritti in onore di Nogara,Citta del Vaticano,1937,pp.119 .αρζιρ (ή αρλιρ),αζαλ, παολ αζε περλερλοχ,ναρθαμεζα.Το αλφάβητο φωνητικά συμφωνεί με τη Στήλη των Καμινίων στο ότι αγνοεί τα γράμματα (γ,δ,β) αλλά έχει το ο ,το οποίο απουσιάζει από τη αλφάβητο των Ετρούσκων. O Brandenstein πιστεύει ότι οι αποσπασματικές επιγραφές που βρήκε ο Alessandro Della Vita στην Ηφαιστεία ήταν Θρακικές κι όχι Τυρρηνικές.( col.1918)
[4] Ο Giacomo Caputo το 1930 ήταν μεταπτυχιακός φοιτητής και εξελίχθηκε σε ένα πολύ σπουδαίο αρχαιολόγο. Από το 1937 και μετά ασχολήθηκε με τις ανασκαφές στη Λιβύη. Ο .Caputo ακολούθησε τα ίχνη των Λημνίων απογόνων των Αργοναυτών στην Λιβύη.Έφερε στο φως την θαμμένη για χρόνια πόλη Leptis Magna. Ασχολήθηκε επίσης με  το αρχαίο θέατρο της Sabratha και το ναό του Ηρακλή.
[5] Από το Monte Porzio.Αρχαιολόγος. Έλαβε  το πτυχίο του στις  30/06/1925, με την διατριβή : «Confronto tra la necropoli umbra di Verucchio presso Rimini e la necropoli picena di Novilara presso Pesaro»
[6] Ο  Giacomo Caputo είδε στο σωρό από ξερολιθιές κάτι που κανένας άλλος αρχαιολόγος δεν είχε καταφέρει να ξεχωρίσει μέχρι τότε. Από το 1885 μέχρι το 1930 είχαν περάσει αρκετοί αρχαιολόγοι,  Γάλλοι ,Γερμανοί και Ιταλοί για να ερευνήσουν την περιοχή. Ο  Giacomo Caputo όμως κατάφερε συνδυάζοντας τα χαρακτηριστικά του τοπίου, λιμάνι ,πηγαία νερά, εύφορη πεδιάδα να πιστέψει πως οι ξερολιθιές συνηγορούσαν για την ύπαρξη ενός αρχαίου οικισμού. Σίγουρα όμως δεν μπορούσε να φανταστεί ότι επρόκειτο για μια προϊστορική πόλη.
[7] Στην ουσία όμως  το μεγαλείο της πραγματικής  Πολιόχνης θα ανακαλυφθεί πολύ αργότερα από ένα χαρισματικό και ευφυή αρχαιολόγο,   γνώστη της προϊστορίας, τον Luigi Bernabo Brea.
[8] O Alessandro Della Seta διετέλεσε διευθυντής τη Scuola Archeologica Italiana της   Αθήνας από 1.04.1919 έως  31.01.1939.
[9] Η επιλογή του Ricci δεν ήταν τυχαία. Ο Ricci είχε κάνει διατριβή με θέμα τις νεκροπόλεις και ο Alessandro della Seta πίστευε ότι ήταν ικανός στο να βρει την νεκρόπολη που οπως πίστευαν υπήρχε στα Καμίνια.
[10] Luigi Βernabo Brea(1910-1999)
[11] Το μεγαλύτερο πρόβλημα στην ανασκαφή του 1931-1936 ήταν ότι η Πολιόχνη άρχισε να σκάβεται  από αρχαιολόγους που οι περισσότεροι ήταν κλασικοί, με μεθοδολογία της εποχής εκείνης και όταν προβλήματα όπως της στρωματογραφίας και της χρονολόγησης αντιμετωπίζονταν εντελώς  διαφορετικά.
[12] O Alessandro Della Seta το 1938 (8 χρόνια μετά  την έναρξη της ανασκαφής) σε συνέντευξη του στην Corriere della sera (9/7/1938) χαρακτηρίζει την Πολιόχνη ως την αρχαιότερη προελληνική  πόλη.
Οι ανασκαφές είχαν προχωρήσει αρκετά και ο ίδιος είχε αντιληφθεί πλέον την σημασία της πόλης της Πολιόχνης.
13 O Della Seta ήταν ένας ιδιόρρυθμος άνθρωπος και πολύ υπερόπτης και εγωιστής. Το γεγονός ότι στα Καμίνια δεν βρέθηκε η νεκρόπολη των Ετρούσκων προκάλεσε την αδιαφορία του για την ανασκαφή στην Πολιόχνη την οποία είχε αναθέσει στους φοιτητές του και ο ίδιος ασχολιόταν με την Ηφαιστεία. Πολύ καιρό αργότερα αντιλήφθηκε και ο ίδιος την αξία της ανασκαφής. Στην ουσία έφερε στο φως μια πόλη που ούτε την εμπειρία ούτε την τεχνογνωσία διέθετε ο ίδιος αλλά ούτε κανείς άλλος αρχαιολόγος της εποχής του. .Ο Σλήμαν μόνο που οι αρχαιολόγοι περιφρονούσαν και δεν εμπιστευόντουσαν τις δημοσιεύσεις του με τις ανακρίβειες και τις αντιφάσεις του είχε φέρει στο φως την Τροία .Διαφορετικά οι αρχαιολόγοι της εποχής του δεν είχαν ξανασχοληθεί με κάτι παρόμοιο.
[14] Ο Augusto Baccin υπήρξε ένας σημαντικός Ιταλός αρχιτέκτονας. Γεννήθηκε στη Ρώμη στις 20 Ιουλίου του 1914.Το 1937 κέρδισε μια υποτροφία για την Ιταλική Αρχαιολογική Σχολή της Αθήνας. Το 1938-1939 εργάστηκε για τη σχολή και σχεδίασε το σπίτι  της αποστολής στη Πολιόχνη  καθώς  μελέτησε και σχεδίασε το στήσιμο  του μελλοντικό μουσείο στο Κάστρο (Μύρινα) για τα εκθέματα των ανασκαφών .Ο Augusto Baccin σεβάστηκε το τοπίο και το έργο του  έδεσε αρμονικά  με τον περιβάλλοντα χώρο.
[15] Ακόμα και σήμερα μπορεί να συναντήσει ο επισκέπτης στην παραλία το άδειο μεταλλικό κάλυμμα μιας γερμανικής νάρκης της περιόδου της κατοχής.
[16] Ο Bernabo Brea με την ομάδα του κατάφερε το ακατόρθωτο. Να βάλει τάξη στο χάος που επικρατούσε στον αρχαιολογικό χώρο. Με νέες τομές πάνω στην ήδη ανασκαμμένη από την α’φάση (1931-1936) περιοχή προχώρησε πιο κάτω για να συναντήσει καινούργια στοιχεία.
[17] Προφορική παράδοση. Οι κάτοικοι του χωριού σήμερα θυμούνται πως όταν ήταν  τα παιδιά στο σχολείο διδάσκονταν  πως οι αρχαιολόγοι είχαν βρει στην Πολιόχνη μέρος από τον θησαυρό που πήρε η Ελένη όταν έφυγε με τον Πάρη από την Σπάρτη και για το σκοπό αυτό γινόντουσαν και οι μαθητικές εκδρομές στην Πολιόχνη. Οτιδήποτε και αν υποστήριξε αργότερα ο Brea με τις δημοσιεύσεις του για τους κατοίκους δεν έχει σημασία, αυτοί γνωρίζουν μόνο αυτό που ο αρχαιολόγος υποστήριξε την πρώτη ημέρα, την ημέρα ανεύρεσης του θησαυρού.
[18] Ο Bernabo Brea με την πλατιά κλασσική παιδεία του επιστρατεύει τις αρχαίες πηγές και την μυθολογία ως αρωγό στην αρχαιολογική του έρευνα. Γνωρίζει ότι ο Πάρης εκτός από την Ωραία Ελένη ,άρπαξε και τον θησαυρό της (τα κοσμήματα της)για να τα φέρει στην Τροία .Εφόσον ο Σλήμαν είχε βρει το θησαυρό του Πριάμου και τα κοσμήματα της Πολιόχνης ήταν όμοια, έργα του ίδιου κατά πάσα πιθανότητα τεχνίτη ,το πιο πιθανόν ήταν, να ήταν μέρος του ίδιου θησαυρού, που για κάποιους λόγους χωρίστηκε και το ένα μέρος έμεινε στην Τροία και το άλλο ήρθε στην Λήμνο.
[19] Στο τριώροφο νεοκλασικό κτίριο των αρχών του 20ου αιώνα όπου στεγαζόταν το τουρκικό Διοικητήριο. Το 1939 πουλήθηκε από την κοινότητα στο Παλλημνιακό ταμείο με τον όρο να δωριθεί στο δημόσιο για να στεγάσει το Αρχαιολογικό Μουσείο της Λήμνου.
[20] Ο Benvenuti είναι ένας αρχαιολόγος που γνωρίζει την ανασκαφή της Πολιόχνης όσο κανείς άλλος. Έχει συμμετάσχει στις διαφορές ανασκαφικές φάσεις και προσπαθεί να συμπληρώσει το παζλ της προϊστορικής πόλης.

Σχόλια