Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Τα κάλαντα των Φώτων



«Εδώ μας στείλαν κι ήρθαμε
σε τούτα τα παλάτια τα δίπατα,
τα τρίπατα, τα μαρμαροχτισμένα.
Τρεις άρχοντες τα χτίζανε κι τρεις αντρειωμένοι
Από  μέσα με μάλαμα κι απ’ όξω με τ’ ασήμι,
κι’ απ’όξω απ’την πόρτα του αγιόκλημα ανθίζει.
Κάνει σταφύλια ροζακιά και το κρασί μοσχάτο.
Είπαμε για το σπίτι σας
Ας πούμε για του αφέντη.
Σένα σε πρέπ’ αφέντη μου
Καρέκλα καρυδένια
Για ν’ακουμπά η μέση σου
Η μαργαριταρένια.
Σένα σε πρέπει αφέντη [1]μου
Χίλια χρόνια να ζήσεις
Στον άγιο τάφο του Χριστού να πας να προσκυνήσεις.
Είπαμε για τον αφέντη σας
Ας πούμε για την κυρά σας.
Σήκω κυρά μου κι άλλαξε να πας ταχιά στα Φώτα
Στα Φώτα στα φωτίσματα
Και στου Θεού το λόγο.
Είπαμε και για την κυρά
Ας πούμε για τα παιδιά σας
Κυρά μου τα παιδάκια[2] σου
Λούζετα, χτένιζε τα
Και στέλνε τα στο δάσκαλο
Γράμματα να μαθαίνουν.
Ας πούμε για την κόρη σας
Προξενητάδες[3] έρχονται
Προξενητάδες φεύγουν
ρωτάνε και ξαναρωτούν
Ποια είναι αυτή η κόρη
Πούχει τα μάτια σαν ελιές
Τα φρύδια σαν αβδέλες
Και είναι η ομορφότερη απ’ όλες τις κοπέλες
Ας πούμε για τα παιδάκια σας που'ναι στα ξένα
Κι αν έχεις παιδιά στην ξενιτειά
Καλές ειδήσεις να’χεις.
Με το καλό να τα δεχτείς
Και να τα σφιχταγκαλιάσεις.
Ας πούμε για το γιόκα σας
Σε σένα πρέπει νιο παιδί
Χιλιόχρυσο ζωνάρι
Κι ένα καλό μοτοσακό[4]
Να βγαίνεις στο σεργιάνι.
 Ας πούμε για τον Κιαχαγιά
Μπρε Κιαχαγιά, μπρε κιαχαγιά, μπρε πρωτοζευγολάτη
Σπέρνεις το σπόρο, το σπυρί το ένα χίλια πινάκια
και κείνο σου το φάγανε περδίκια και λαγούδια
Παίρνεις το τουφεκάκι σου να πας να τα σκοτώσεις,
Ούτε περδίδια σκότωσες ούτε λαγούδια πιάσες
μόν’ θέρισες κι αλώνισες όλα τ’ αποφαγούδια
Την ώρα που δερμόνιζες να ο Χριστός κατέβει
στάθηκε και το βλόγησε με το δεξί του χέρι
Με το δεξί με το ζερβί με το αριστερό του
Κάνει τις τάλιες εκατό, τα πινάκια δέκα χιλιάδες
Εκεί που εσταμάτησε χρυσό δεντρί φυτρώνει
κι’ εκεί που παραπάτησε φυτρών’ κυπαρισσάκι
Είπαμε για τον Κιαχαγιά ο Θος να τον φυλάγει
ο Θος να τον πολυχρονά και να τον στερεώνει.
Σήκω κυρά μου κι άνοιξε την πόρτα την καρένια
κι έχω δυο λόγια να σου πω κι εκείνα ζαχαρένια
τα φέρανε απ’ τη Ζαχαριά κι είναι ζαχαρωμένα
Από το μαύρο γούρτζελο κανένα κομματάκι
κι’ από το άσπρο πρόβατο κανέ ξηρό τυράκι
Και από την άσπρη κότα σας κανένα αυγουλάκι.
Κι’ ακόμα δεν το ήβρηκες το μάνταλο ν’ ανοίξεις[5]
να μας κεράς ένα κρασί κι πάλι να σφαλίσεις.
Παραλλαγή ΙΙ
«Εδώ θα τραγουδήσουμε σε τούτα τα παλάτια
που’ ναι τα σπίτια δίπατα και οι αυλές μαρμαρωμένες
Τρεις άρχοντες τα φτιάχνανε κι οι τρεις αντρειωμένοι
με το ψηφί, με το γυαλί, με το μαργαριτάρι
Που μέσα με το  μάλαμα κι απ’ όξω με τ’ ασήμι
κι’ απάνω στα αποπλάκια της αγιόκλημα φυτρώνει
Κάνει σταφύλι ροζακί, κάνει κρασί μοσχάτο
κι’ όσες μανάδες κι αν το πιουν καμιά μωρό δεν κάνει
κι’ αν το’ πινε κι η μάνα μας δεν ήθελε μας κάνει
Σ’ τούτα τα σπίτια πούρθαμε τα ράφια είναι ξυλένια
κι’ από καιρού σαν έρθουμε να’ ναι μαλαματένια
Σ’ τούτα τα σπίτια που’ ρθαμε πέτρα να μη ραγίσει
κι’ ο νοικοκύρης του σπιτιού χίλια χρόνια να ζήσει
Είπαμε για τα σπίτια σας ο Θός να τα φυλάγει
ο Θός να τα πολυχρονά και να τα στερεώνει
Να  πούμε και για την κυρά κανέ καλό τραγούδι
Κυρά ψηλή, κυρά λιγνή, κυρά καμπανοφρύδα
Έξω στα χιόνια λούστηκες και πήρες την ασπράδα
κι’ από το μήλο της μηλιάς τη ροδοκοκκινάδα
Βάζεις τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι αστήθι
και του κοράκου το φτερό βάλτο καμπανοφρύδι
Την όχιντρα την πλουμιστή γιορντάνι στο λαιμό σου
τα χοχλιδάκια του γιαλού κουμπιά στον καβαδό σου
τον άμμο τον αμέτρητο ψηλό μαργαριτάρι
Είπαμε και για την κυρά ο Θος να τη φυλάγει,
ο Θος να την πολυχρονά και να τη στερεώνει
Να πούμ’ και για τον Κύρη σας κανέ καλό τραγούδι
Αφέντη μου πεντέφεντε, πέντε φορές αφέντη
Σένα σου πρέπει αφέντη μου καρέκλα καρυδένια
για ν’ ακουμπά η μέση σου η μαργαριταρένια
Σένα σου πρέπει αφέντη μου σκαμνί και μαξιλάρι
να κοσκινίζεις το φλουρί να πέφτει τ’ αλογάρι
Τα πίσω κοσκινίσματα σκλάβους να ξαγοράζεις
και όχι σκλάβους μοναχούς παρά και σκλαβοπούλες
Και πάλι ξαναπρέπει σου στ’ άλογο να καθίσεις
με τόνα χέρι να μετράς, με τ’ άλλο να δανείζεις
Αφέντη μου στην κλίνη σου  χρυσό καντήλι ανάβει
χρυσή αλυσίδα κρέμεται χωρίς αέρα σειέται
Είπαμ’ για τον αφέντη σας ο Θος να τον φυλάγει
ο Θος να τον πολυχρονά και να τον στερεώνει
Να πούμ’ και για τον Κιαχαγιά κανέ καλό τραγούδι
Μπρε Κιαχαγιά, μπρε κιαχαγιά, μπρε πρωτοζευγολάτη
Σπέρνεις το σπόρο, το σπυρί το ένα χίλια πινάκια
και κείνο σου το φάγανε περδίκια και λαγούδια
Παίρνεις το τουφεκάκι σου να πας να τα σκοτώσεις,
Ούτε περδίδια σκότωσες ούτε λαγούδια πιάσες
μόν’ θέρισες κι αλώνισες όλα τ’ αποφαγούδια
Την ώρα που δερμόνιζες να ο Χριστός κατέβει
στάθηκε και το βλόγησε με το δεξί του χέρι
Με το δεξί με το ζερβί με το αριστερό του
Κάνει τις τάλιες εκατό, τα πινάκια δέκα χιλιάδες
Εκεί που εσταμάτησε χρυσό δεντρί φυτρώνει
κι’ εκεί που παραπάτησε φυτρών’ κυπαρισσάκι
Είπαμε για τον Κιαχαγιά ο Θος να τον φυλάγει
ο Θος να τον πολυχρονά και να τον στερεώνει
Να πούμ’ και για την κόρη σας κανέ καλό τραγούδι
Αν έχεις κόρη έμορφη εφτά ειν’ οι προξενήτες
Προξενητάδες έρχονται, προξενητάδες φεύγουν,
ρωτούνε και ξαναρωτούν ποιανού ’ναι αυτή η κόρη
που’ χει τα μάτια σαν ελιές, τα φρύδια σαν αβδέλλες
Έχει και τα σγουρά μαλλιά σαν τσ’ έμορφες κοπέλες
Και αν είναι και καλός γαμπρός πολλά προικιά γυρεύει
Γυρεύει σπίτια απάτωτα και σπίτια πατωμένα
Γυρεύει αμπέλια ατρύγητα κι αμπέλια τρυγημένα
Γυρεύει χωράφια αθέριστα, χωράφια θερι(ε)σμένα
Γυρεύει και τη θάλασσα μ’ όλα τα καράβια
Γυρεύει και τον κυρ Βοριά να τα καλαρμενίζει
να κάνει ταξίδια μακρινά και πίσω να γυρίζει
Είπαμε για την κόρη σας ο Θος να τη φυλάγει
ο Θος να την πολυχρονά και να τη στερεώνει
Να πούμ’ και για το γιόκα σας κανέ καλό τραγούδι
Πέντε μικρές τον αγαπούν και τέσσερις μεγάλες
η τρίτη η μικρότερη τη μάνα της το λέει
Μάνα να τον επάρουμε γιατί είναι παλικάρι
Πιάνει στους κάμπους πέρδικες και στα βουνά λαγούδια
και μες στα πετροσχίσματα πιάνει περιστερούδια
Είπαμε για τον γιόκα σας ο Θος να τον φυλάγει
ο Θος να τον πολυχρονά και να τον στερεώνει
Να πούμ’ και για τον γιόκα σας κανέ καλό τραγούδι
Αν έχεις γιο στην ξενιτιά , σε μακρινό ταξίδι
να δώσει Ο Θος κι η Παναγιά να γεμίσ’ η τσέπη του ασήμι
Να πούμε και για το μικρό κανέ καλό τραγούδι
Αν έχεις γιο εις το σχολειό και γράμματα μαθαίνει
να δώσει ο Θος κι η Παναγιά καθηγητής να γένει
Είπαμε για τον γιόκα σας ο Θος να τον φυλάγει
ο Θος να τον πολυχρονά και να τον στερεώνει
Να πούμ’ και για την κόρη σας κανέ καλό τραγούδι
Για λούζ(ε)ιτην, για χτένιστην, για μοσχοσάπ’νιζέ την
κι’ στο σχολειό για στέλνε την γράμματα να μαθαίνει
Ο δάσκαλος τη βάρεσε με μια ψιλή βεργίτσα
δασκάλισσα τη μέρωσε με μια ποδιά καρύδια
Παίρνει στα μάτια κλάματα και το χαρτί στο χέρι
και πάει στη μανούλα της τη μικροχαϊδεμένη
Κόρη μου πουν’ τα γράμματα και πουν ο λογισμός σου
Τα γράμματα είν’ στο δάσκαλο κι ο νους μου στα παιχνίδια
Είπαμε για την κόρη σας ο Θος να τη φυλάγει
Ο Θος να την πολυχρονά και να την στερεώνει
Να πουμ’ για το μικρέλι σας κανέ καλό τραγούδι
Η κούνια του είν’ αργυρά, φαρδιά πλατιά στρωμένη
μαριόντισες το κ’νούσανε, μαριόντισες το σκώναν
στου Παντελίδη τον μπαξέ π’γαίναν, το συριανούσαν
Κόφταν λιανό βασιλικό, λιανό σαν τα μαλλιά του
τον βάζανε στη μύτη του να δροσιστεί η καρδιά του
Είπαμε για το μικρέλι σας ο Θος να το φυλάγει
ο Θος να το πολυχρονά και να το στερεώνει
Να πούμε και για λόγους σας κανέ καλό τραγούδι
Απόψι είν’ οι χαιρετισμοί κι αύριο είναι τα Φώτα
Κι’ εμείς πολυχρονιέμαστε πάνω στης γης τα χόρτα
Σήκω κυρά μου κι άνοιξε να πας ταχιά στα Φώτα
στα Φώτα, στα Φωτίσματα και του Χριστού τη γέννα
Τα Φώτα, τα Φωτίσματα δεν είναι όλο ένα
μόν’ είν’ του χρόνου μια φορά κι είναι χαριτωμένα
Σήκω κυρά μου κι άνοιξε την πόρτα την καρένια
κι’ έχω δυο λόγια να σου πω κι εκείνα ζαχαρένια
τα φέρανε απ’ τη Ζαχαριά κι είναι ζαχαρωμένα
Σήκω κυρά μου κι άνοιξε το κρυσταλλένιο τζάμι
δυο λόγια έχω να σου πω και σφάλισέ το πάλι
Σήκω κυρά μου κι άνοιξε μην κάνεις τόσο νάζι
κι’ είναι παν’ στα μεσάνυχτα μας έκοψε τ’ αγιάζι
Βγάλε πανέρια κάστανα, πανέρια κλεφτοκάρδυα
βγάλε και το γλυκό κρασί, κέρνα τα παλικάρια
Από το μαυρογούρτζελο κανένα κομματάκι
κι’ από το άσπρο πρόβατο κανέ ξηρό τυράκι
Και από τη μαύρη κότα σας κανένα αυγουλάκι
κι’ από το κρασοβάρελο κανέ μπουκάλ’ κρασάκι
Για βάλ’ και το χεράκι σου στην αργυρένια τσέπη
κι’ αν έχεις και πεντόλιρα κι αυτά τα παιρνομάστε
Κι’ ακόμα δεν το ήβρηκες το μάνταλο ν’ ανοίξεις
να μας κεράς ένα κρασί κι πάλι να σφαλίσεις.


Παραλλαγή ΙΙΙ


«Εδώ μας στείλαν' κι ήρταμε σε τούτα τα παλάτια,
που 'ναι τα σπίτια δίπατα, γι' αυλές μαρμαρωμένες.
Τρεις άρχοντες τα φτιάχνανε κι οι τρεις αντρειωμένοι.
Με το ψηφί με το γυαλί, με το μαργαριτάρι
από μέσα με το μάλαμα κι' από 'ξω με τ' ασήμι,
κι από 'ξω απ' την πόρτα τους αγιόκλημα θεμένο.
Κάνει σταφύλι ροζακί, κάνει κρασί μοσχάτο,
όσες μανάδες το 'πιανε καμιά παιδί δεν κάνει,
κι αν το 'πινε κι η μάνα μας δεν ήθελε μας κάνει.
Είπαμε για το σπίτι σας, ένα καλό τραγούδι,
ο Θος να το πολυχρονά και να το στερεώνει.
Έχει αφέντη όμορφο, κερά μαλαματένια,
κι αν πεις και τα παιδάκια τους είν' ούλα ένα-ένα.
Να πουμ' για τον αφέντη μας κανέ καλό τραγούδι.
Σένα σε πρέπ' αφέντη μου καρέκλα καρυδένια,
για ν' ακουμπά η μέση σου η μαργαριταρένια.
Σένα σε πρέπ' αφέντη μου, σκαμνί και μαξιλάρι,
να κοσκινίζεις το φλουρί, να πέφτει τ' αλογάρι.
Σένα σε πρέπ' αφέντη μου, καράβια ν' αρματώνεις,
και τα σκοινιά του καραβιού, να τα μαλαματώνεις.
Είπαμε για τον αφέντη μας, ο Θός να τον φυλάγει,
Ο Θός να τον πολυχρονά και να τον στερεώνει.
Να πούμ' και για τ' κυράτσα μας κανέ καλό τραγούδι.
Κυρά ψιλή, κυρά λιγνή, κυρά καμπανοφρύδα,
σήκω κυρά μου, κι άλλαξε να πας ταχιά στα φώτα,
στα φώτα, στα φωτίσματα κι από καιρού και πάντα,
πούναι το χρόνο μια φορά κι έχουν και νοστιμάδα.
Στα φώτα στα φωτίσματα και στου Θεού το σπίτι,
βάλε τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι αστήθη,
και του κοράκου το φτερό, βάλτο καμπανοφρύδι.
Την όχεντρα, την πλουμιστή, γιορντάνι στο λαιμό σου,
τα κοχλιδάκια του γιαλού, κουμπιά στον κάβαδό σου,
τον άμμο, τον αμέτρητο, ψιλό μαργαριτάρι.
Είπαμ' για την κυράτσα μας ένα καλό τραγούδι,
ο Θός να την πολυχρονά και να την στερεώνει.
Να πούμ' και για το γιόκα σας κανέ καλό τραγούδι.
Αν έχεις γιο στα γράμματα και σέρνει το κοντύλι,
να δώσ' ο Θός κι η Παναγιά να βάλει πετραχείλι.
Κορώνα στο κεφάλι του σαν είν' στη λειτουργία
και πατερίτσα με σταυρούς μέσα στην εκκλησία.
Να πούμ' και για το μικρέλι σας ένα καλό τραγούδι.
Πιάνει στους κάμπους πέρδικες και στα βουνά λαγκάδια,
και μεσ' στα πετροχτίσματα πιάνει περιστερούδια.
Να πούμ' και για την κόρη σας κανέ καλό τραγούδι.
Προξενητάδες έρχονται, προξενητάδες φεύγουν
ρωτούνε και ξαναρωτούν ποιανού 'ναι αυτή η κόρη,
που 'χει τα μάτια σαν ελιές, τα φρύδια σαν γαϊτάνι,
που 'χει το μελιτζανοχειλο, ζωγράφος δεν το φκιάνει,
πούναι η ομορφότερη, απ' όλες τις κοπέλες.
Την κόρη σου την όμορφη γραμματικός τη θέλει,
μ' αν είναι και γραμματικός πολλά προικιά γυρεύει.
Γυρεύει αμπέλια ατρύγητα, χωράφια με τα στάχυα,
γυρεύει και τη θάλασσα με ούλα τα καράβια.
Γυρεύει και τον κυρ-Βοριά να τα καλαρμενίζει,
γυρεύει και τον κυρ-Νοτιά, να τα καλοαράζει.
Να πουμ' και για τα μικρέλια σας κανέ καλό τραγούδι.
Για λούζεται, για χτένζιτα, για μοσχοσαπνιζέτα,
για στέλνετά στο σχολειό, γράμματα μάθαινέτα.
Ο δάσκαλος τα μάλωσε μια μια χρυσή βεργίτσα,
δασκάλισσα τα μέρωσε με μια ποδιά καρύδια.
Βάζουν τα κλάματα στ' ποδιά και το χαρτί στο χέρι,
και πάνε στη μανούλα τους, την κρυφοχαϊδεμένη.
Πούνε παιδί μ' τα γράμματα, πού είν' ο λογισμός σου;
Τα γράμματα είναι στο σχολειό και τα καρύδια στ' τσέπη μ'.
Έχουμε κι άλλα πιότερα μα η ώρα δεν μας σώνει,
γιατί είν' ο Αυγερινός κοντά κι η Πούλια ξημερώνει.
Φέρτε πανέρια κάστανα, πανέρια λεπτοκάρυα,
φέρτε και το γλυκό κρασί, να πιούν' τα παλικάρια.
Σήκω κυρά μου, κι άνοιξε, μην κάνεις τόσο νάζι,
γιατί είν' πασ' τα μεσάνυχτα, μας έφαγε τ' αγιάζι.
Σήκω κυρά μου, κι άνοιξε την αργυρένια πόρτα,
κι αν έχεις γρόσια δώστα μας, φλουριά μην τα λυπάσαι.
Κι από το μαύρο γούρτζελο κανένα κομματάκι,
κι από τη μαύρη κότα σας, κανένα αυγουλάκι.
Ακόμα δεν τον εύρηκες τον μάνταλο ν' ανοίξεις,
να μας κεράσεις 'να κρασί και πάλε να σφαλίσεις.
Μαλαματένιος ποταμός να τρέξ' μεσ' την αυλή σας,
να πλύντε τα ρουχάκια σας, να λάμπει το κορμί σας.
Παραλλαγή ΙV

«Σήκου κερά μου κι άλλαξι να πας ταχιά στα Φώτα
στα Φώτα, στα Φουτίσματα κι στου Χριστού του λόγου.
Ιδώ μας είδαν κι ήρταμι σι τούτα τα παλάτια
που ’νι τα σπίτια δίπατα, οι αυλές μαρμαρουμένις
τρεις άρχουντις τα φκιάνανι κι οι τρεις αντρειουμένοι
που μέσα μι του μάλαμα κι απ’ όξου μι τ’ ασήμι.

Ευαγγελία Χ.Λιάπη
 

[1] Όταν πήγαιναν στο σπίτι του ιερέα του χωριού ή σε κάποιο θεοσεβούμενο. Τα παλαιότερα χρόνια το ταξίδι για να προσκυνήσεις στον Πανάγιο Τάφο ήταν όνειρο και επιθυμία κάθε πιστού.
 [2] Όταν στο σπιτικό υπήρχαν μικρά παιδιά που πήγαιναν στο σχολείο.
[3] Όταν στο σπιτικό υπάρχει ανύπαντρη κόρη.
[4] Για τον ανύπαντρο γιό. Το μοτοσακό προστέθηκε λίγο μετά τον πόλεμο. Αποτελούσε το άπιαστο όνειρο του κάθε νέου, η απόκτηση μιας μηχανής.
[5] Καθώς η ώρα περνούσε κι η πόρτα ήταν ακόμα κλειστεί τραγουδούσαν για να τους ανοίξει  η οικοδέσποινα.

Σχόλια