Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Το καλό ποδαρικό

Η αλλαγή του χρόνου συνδέεται με διάφορες δοξασίες για το καλό ποδαρικό και την τύχη.
Παραμονή της πρωτοχρονιάς οι Λημνιοί έριχναν στη στέγη του σπιτιού τους, σπόρους[1](σιτάρι-κριθάρι-βρώμη-καλαμπόκι κ.α.) ώστε να τα δει τ'Αστρο του ουρανού και να πάει καλά η σοδειά της νέας χρονιάς.
Παλαιότερα πίστευαν πως την ώρα που άλλαζε ο χρόνος έβγαιναν οι Μοίρες και επισκέπτονταν τα σπίτια των ανθρώπων για να τα μοιράνουν. Όταν οι Μοίρες κουράζονταν έβρισκαν ανάπαυση κοντά στις κρήνες.Για αυτό το λόγο σιμά στις βρύσες άφηναν ζάχαρη και γλυκίσματα  για να γλυκάνουν τις Μοίρες και είναι καλόγνωμες και ευνοϊκές.
Αξημέρωτα τότε που τα χωριά υδρεύονταν από τις κοινοτικές βρύσες τα κορίτσια έπαιρναν ένα όμορφο λαγήνι και πήγαιναν στη βρύση[2] για να πάρουν το πρώτο νερό της νέας χρονιάς.
Όταν γέμιζαν το λαγήνι τους άφηναν τη βρύση ανοιχτή να τρέχει το νερό ώστε να τρέχουν και τα πλούτη τη νέα χρονιά.
Από το δρόμο έπαιρναν και μια καλοσχηματισμένη πέτρα και την έφεραν στο σπίτι ώστε νάναι γεροί σαν τη πέτρα.
Πέτρα έφερναν και στα σπίτια που πήγαιναν να επισκεφτούν ώστε οι νοικοκυραίοι νάναι γεροί.Επέλεγαν η πέτρα νάναι βαριά ώστε όσο βάρος είχε τόσο μάλαμα,ασήμι και πλούτο να φέρνει στο σπιτικό.Εύχονταν: «όσο βάρος έχει αυτή η πέτρα τόσο βάρος νάχει το πουγγί σου»[3].Οι πέτρες έμεναν μέσα στο σπίτι στο ίδιο μέρος για οκτώ ημέρες και την όγδοη ημέρα την έβγαζαν από το σπίτι και την άφηναν για το καλό στην αυλή.
Με το αμίλητο νερό ράντιζαν το σπιτικό τους για το καλό και το φύλαγαν για τα δύσκολα.
Στην πρώτη θεία λειτουργία της χρονιάς ο νοικοκύρης έκρυβε μέσα στην τσέπη του ένα ρόδι για να διαβαστεί.Όταν γύριζε στο σπίτι το έσπαγε για το καλό λέγοντας: «με υγεία, ευτυχία και χαρά το νέο έτος κι όσες ρώγες έχει το ρόδι, τόσο παρά να έχει η τσέπη μας όλη τη χρονιά».
Ευαγγελία Χ.Λιάπη



[1] Αγαθά τα οποία ήθελαν να πολλαπλασιαστούν έβαζαν μέσα σε ένα ταψί και τα άφηναν στη μάντρα τους ώστε να τα δει τ'Αστρο ουρανού.
[2] Για εύνοια της τύχης έπρεπε να πάρουν αμίλητο νερό από τρεις βρύσες οι οποίες να ήταν άσκεπες ώστε να τις είχαν δει τα άστρα του ουρανού.
[3] «Όπως βαρεί η γη πέτρα, έτσι να βαρεί και τ’αφέντ’ η σακκούλα»


Σχόλια