Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Έθιμα και Κάλαντα του Αγίου και Δικαίου Λαζάρου


Σύμφωνα με τον Άγιο Επιφάνιο τον επίσκοπο της Κωνσταντίας της Κύπρου (367-403), ο Δίκαιος και Τετραήμερος Λάζαρος όταν έγινε η Έγερση και η Ανάσταση του ήταν  30 ετών. Εξαιτίας το γεγονότος ότι  «εβουλεύσαντο οι αρχιερείς, ίνα και τον Λάζαρον αποκτείνωσιν» (Ιω. ιβ΄ 9-11) μετοίκησε στην Κύπρο όπου έζησε εκεί  άλλα 30 έτη. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν σκυθρωπός κι αγέλαστος ύστερα από την τετραήμερη παραμονή του στον Άδη. Αναφέρεται δε πως μόνο μια φορά στην μετέπειτα ζωή του μειδίασε κι αυτή ήταν όταν είδε κάποιον να κλέβει ένα πήλινο αγγείο.Τότε λέγεται ότι είπε: «το  χώμα κλέβει το χώμα».
Η ημέρα της εορτής Του Αγίου είναι πολύ σημαντική και ο Άγιος Λάζαρος πολύ θαυματουργός. Στη Λήμνο  συνηθίζουν για να τιμήσουν τον Άγιο, Δίκαιο και Τετραήμερο Λάζαρο να φτιάχνουν τα λαζαρούδια. Ζυμάρι που μέσα κρύβουν κομματάκια σύκου. «Θα κόψουν ένα κομμάτι ίσαμε μισή οκά, θα διπλώσουν μέσα σύκα και θα κάνουν τρίγωνο. Θα το ζώσουν με κομμάτ’ ζμαρούδ’ όπως γίνεται η φασκιά και τα λεν Λαζάρ’. Δίνουν στις φτωχές και για σχώριο». Τα λαζαρούδια τα μοιράζουν για να συγχωρεθούν οι ψυχές των κεκοιμημένων. Παλαιότερα οι νοικοκυρές θεωρούσαν υποχρέωση τους να φτιάξουν τα λαζαρούδια για να φροντίζει ο Άγιος το σπιτικό τους και να έχουν πάντα ευμάρεια. Τα παιδιά, συνήθως τα κορίτσια, οι λαζαρίνες με στολισμένα καλάθια συνήθιζαν να περνούν από τα σπίτια του χωριού τραγουδώντας  τα κάλαντα του Λαζάρου.
Κάλαντα του Λαζάρου


Ήρθε ο Λάζαρος, ήρθαν τα Βάγια,
ήρθε των Βαγιών η εβδομάδα.
-Ξύπνα Λάζαρε και μην κοιμάσαι,
ήρθε η μέρα σου και η χαρά σου.

-Πού ήσουν Λάζαρε; Πού ήσουν κρυμμένος;
-Κάτω στους νεκρούς, σαν πεθαμένος.
Δε μου φέρνετε, λίγο νεράκι,
που 'ν' το στόμα μου πικρό φαρμάκι.
Δε μου φέρνετε λίγο λεμόνι,
Που 'ν' το στόμα μου, σαν περιβόλι.

Ήρθε ο Λάζαρος, ήρθαν τα Βάγια,
ήρθε η Κυριακή που τρων’ τα ψάρια.
-Σήκω Λάζαρε και μην κοιμάσαι,
ήρθε η μάνα σου από την πόλη,
σου ’φέρε χαρτί και κομπολόι.
-Γράψε Θόδωρε και συ Δημήτρη,
γράψε Λεμονιά και Κυπαρίσσι.
Το κοφνάκι μου θέλει αυγά,
κι η τσεπούλα μου θέλει λεφτά.

Βάγια, Βάγια και Βαγιώ.
τρώνε ψάρι και κολιό.
Και την άλλη Κυριακή,
τρώνε το ψητό τ’ αρνί.

ή
«Πες μας Λάζαρε τι είδες εις τον Άδη που επήγες.
-Είδα φόβους, είδα τρόμους, είδα βάσανα και πόνους,
δώστε μου λίγο νεράκι να ξεπλύνω το φαρμάκι,
της καρδούλας μου το λέω και μοιρολογώ και κλαίω.
Του χρόνου πάλι να 'ρθουμε,με υγεία να σας βρούμε,   

και ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνια πολλά να ζήσει,                
να ζήσει χρόνια εκατό και να τα ξεπεράσει.»
Ευαγγελία Χ.Λιάπη

Σχόλια