Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Έθιμα σχετικά με τη γέννηση


Τα παλαιότερα χρόνια οι γυναίκες γεννούσαν στο σπίτι τους[1] με τη βοήθεια της μαμής.
Όταν μια έγκυο[2] γυναίκα την έπιαναν οι πόνοι του τοκετού, οι συγγενείς της καλούσαν τη μαμή.
Η μαμή ήταν μια έμπειρη, πρακτική μαία που βοηθούσε τις έγκυες κατά τη διάρκεια του τοκετού.
Διάφορες δοξασίες ήθελαν τη μαμή με το που εισερχόταν στο σπίτι της εγκύου να ανοίγει διάπλατα τις πόρτες και τα παράθυρα για να μπορεί το βρέφος να βγει χωρίς δυσκολίες.
Οι συγγενείς περίμεναν υπομονετικά στην αυλή του σπιτιού ενώ η μητέρα συνήθως της ετοιμόγεννης είχε ζεστάνει νερό και είχε ετοιμάσει τα πανιά που θα χρησιμοποιούσε η μαμή.
Όταν η μαμή με το καλό έβγαζε το μωρό, έκοβε τον ομφάλιο λώρο με μια μεταξωτή κλωστή και στη συνέχεια ανακοίνωνε στους συγγενείς , το φύλο του παιδιού.
Παλαιότερα τα νεογέννητα τα φάσκιωναν γιατί πίστευαν πως με τις φασκιές, τα φρόντιζαν και τα προστάτευαν καλύτερα και ότι δεν θα είχαν τα παιδιά τους στραβά πόδια αλλά θα ήταν ίσια σαν τα κυπαρίσσια.
Μετά τη γέννα οι συγγενείς έστρωναν το «τραπέζι της Παναγίας» όπου τοποθετούσαν μέλι, κρασί, τυρί και ψωμί. Με αυτά φίλευαν τη μαμή, η οποία τους ευχόταν «να τους ζήσει» το νεογέννητο.
Προτιμούσαν το πρώτο παιδί να είναι αγόρι[3], παρόλο που συνήθιζαν να λένε πως «της καλομάνας το παιδί το πρώτο, είναι κορίτσι».
Το νεογέννητο και τη λεχώνα για σαράντα ημέρες τους θεωρούσαν ιδιαίτερα επιρρεπείς στη βασκανία και το κακό μάτι για αυτό και δεν έβγαιναν από το σπίτι πριν σαραντίσουν και πάρουν την ευχή από τον ιερέα.
Φρόντιζαν επίσης τα ρούχα του μωρού και της λεχώνας να μην τα βρει η νύχτα. Για αυτό τα μάζευαν πριν από το ηλιοβασίλεμα για να μην εισέρθει στο σπίτι το κακό και τα ξωτικά.
Για παιδική κούνια χρησιμοποιούσαν συχνά το σκαφίδι ακόμα και το άδειο καβούκι από θαλάσσια χελώνα ή δημιουργούσαν αυτοσχέδιες κούνιες(π.χ. έδεναν τις τέσσερις άκρες της πατανιάς με σχοινί και το στερέωναν στο μακάσι, το ξύλο της σκέπας).[4] 
Την τρίτη ημέρα[5] έρχονταν οι Μοίρες για να μοιράνουν το παιδί για αυτό και η μητέρα του παιδιού από το πρωί του τραγουδούσε:
«Απόψε θα’ρθουν οι Μοίρες σου
Την Τύχη σου να γράψουν
Γι’ αυτό έχω την έννοια σου
Τα μάτια σ’ να μην κλάψουν».
Όταν το νεογέννητο τύχαινε να κλάψει η μητέρα του το νανούριζε τραγουδώντας του:
«Κοιμήσου χαϊδεμένε μου
κι η Μοίρα σου δουλεύει
και το καλό σου ριζικό
σου κουβαλά και φέρνει.

Κοιμήσου κι όνειρο να δης
που’σαι με τα αγγελούδια
Μέσα σε τριαντάφυλλα
λογιών λογιών λουλούδια».

Άλλο νανούρισμα έλεγε:
«-Πότε θα του δω τρανό
με τ’ βουργούδα στο λαιμό
Ν’ ανεβαίνει το βουνό
που ’ναι πάνω απ’ του χουριό
Να παρλά τα πρόβατα
πέρ’ απ’ τα λακκώματα».
Αν η λεχώνα δεν είχε γάλα για να θηλάσει το παιδί της, άλλη μωρομάνα αναλάμβανε να το θηλάζει.
Σαράντα μέρες μετά τη γέννα, η λεχώνα μαζί με το βρέφος και τη μητέρα της, πήγαιναν στην εκκλησία για να σαραντίσει.
Ο ιερέας παραλάμβανε από τη μητέρα το βρέφος,, έβαζε το πετραχήλι του πάνω στο παιδί και διάβαζε την ευχή.
Αν ήταν αγόρι το έφερνε στο Ιερό μπαίνοντας από την αριστερή πόρτα, περιέφερε γύρω από την Αγία Τράπεζα και στο τέλος έβγαινε από τη δεξιά πόρτα λέγοντας συνέχεια την ευχή και το παρέδιδε στη μητέρα, η οποία ασπαζόταν το χέρι του ιερέα και παραλάμβανε το παιδί της.
Ευαγγελία Χ. Λιάπη


[1] Δυστυχώς δεν ήταν λίγες οι φορές που οι γυναίκες ξεγεννούσαν στα χωράφια για αυτό και υπήρχε μεγάλη παιδική θνησιμότητα. Γενικότερα οι γυναίκες ήταν έμπειρες στους τοκετούς. Κατά μέσον όρο κάθε γυναίκα γεννούσε επτά παιδιά. Ενώ σχεδόν σε κάθε οικογένεια υπήρχε και μια απώλεια βρέφους.
[2] Προστάτες Άγιοι της εγκύου ήταν ο Άγιος Ελευθέριος, που την βοηθούσε να ελευθερωθεί, ο Άγιος Ευστάθιος για να σταθεροποιηθεί το παιδί και να ζήσει, ο Άγιος Σπυρίδων και ο Άγιος Συμεών.
[3] Επειδή στη Λήμνο οι περισσότεροι κάτοικοι ήταν γεωργοί κι είχαν χωράφια ήθελαν αρσενικά παιδιά για τους βοηθούν στις γεωργικές εργασίες.
[4]Όταν το μωρό το έπαιρναν στα χωράφια για παιδική κούνια χρησιμοποιούσαν το σαμάρι, το οποίο αναποδογύριζαν και μέσα τοποθετούσαν το μωρό.
[5] Συνήθως οι Μοίρες έμπαιναν κατά τη διάρκεια της νύχτας ή την ώρα που η λεχώνα κοιμόταν και δεν ήταν κανείς μπροστά. Οι Μοίρες ήταν τρεις, ασπροντυμένες ηλικιωμένες γυναίκες. Η μια κρατούσε ρόκα με λινάρι, η δεύτερη αδράχτι και η τρίτη ψαλίδι. Στο μοίρασμα απάνω η μια με τη ρόκα της γνέθει, η άλλη με το αδράχτι της τυλίγει(κάθε τύλιγμα ήταν κι ένας χρόνος).Όταν τελείωνε το μοίρασμα, η τρίτη με το ψαλίδι της έκοβε το νήμα. Για να φέρουν καλά στο νεογέννητο οι Μοίρες, η μητέρα φρόντιζε, ώστε η κούνια του μωρού να είναι προσεγμένη και καθαρή. Δίπλα στη κούνια υπήρχε ψωμί και μέλι για να γλυκαθούν οι Μοίρες και να ευνοήσουν το βρέφος.

Σχόλια