Ο Θρήνος, το Μοιρολόι ή το Καταλόι της Παναγιάς


Ο Θρήνος  ή Μοιρολόι ή Καταλόι της Παναγιάς είναι ένα μεσαιωνικό μακροσκελές ομοιοκατάληκτο δημοτικό αφηγηματικό ποίημα το οποίο διηγείται τα Πάθη του Χριστού έτσι όπως τα έζησε η Θεοτόκος. Με μορφή ιαμβικού δεκαπεντασύλλαβου παρουσιάζει το δραματικό διάλογο μεταξύ της Παναγίας και του Χριστού.
Το έψαλαν οι γυναίκες όταν ξενυχτούσαν» τον Χριστό και στόλιζαν τον Επιτάφιο, τη Μεγάλη Πέμπτη. Σύμφωνα με τον Ελβετό καθηγητή του Πανεπιστημίου της Γενεύης Bertrand Bouvier στο βιβλίο του Le Mirologue de la Vierge υπάρχουν διακόσιες πενήντα έξι  (256) παραλλαγές του Θρήνου της Παναγίας. 
Ο Θρήνος ή Μοιρολόι ή Καταλόι της Παναγιάς θεωρείται στη λαϊκή συνείδηση ιδιαίτερα θαυματουργό σε όσους το ψάλλουν καθώς δέχονται την ιδιαίτερη αγάπη της Θεοτόκου.
Η δύναμη της συγκεκριμένης προσευχής είναι πολύ μεγάλη καθώς όπως αναφέρει το Καταλόι: «Όποιος τ' ακούει σώζεται κι' όποιος το λέει αγιάζει.»
Ευαγγελία Χ.Λιάπη

Παραλλαγή Λήμνου
«Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα,
σήμερα όλοι θλίβουνται και τα βουνά λυπούνται,
σήμερα έβαλαν βουλή οι άνομοι Οβραίοι,
οι άνομοι και τα σκυλιά κι οι τρισκαταραμένοι
για να σταυρώσουν το Χριστό, τον Αφέντη Βασιλέα.
Ο Κύριος ηθέλησε να μπει σε περιβόλι
να λάβει δείπνον μυστικόν για να τον λάβουν όλοι.
Κι' η Παναγιά η Δέσποινα καθόταν μοναχή της,
τας προσευχάς της έκανε για το μονογενή της.
Φωνή τους ήρθ' εξ Ουρανού απ' Αρχαγγέλου στόμα:
-Φτάνουν κυρά μου οι προσευχές, φτάνουν κι οι μετάνοιες,
το γυιό σου τον επιάσανε και στο φονιά τον πάνε
και στου Πιλάτου την αυλή εκεί τον τυραγνάνε.
-Χαλκιά-χαλκιά, φτιάσε καρφιά, φτιάσε τρία περόνια.
Και κείνος ο παράνομος βαρεί και φτάχνει πέντε.
-Συ Φαραέ, που τα 'φτιασες πρέπει να μας διδάξεις.
-Βάλε τα δυο στα χέρια του και τ' άλλα δυο στα πόδια,
το πέμπτο το φαρμακερό βάλε το στην καρδιά του,
να στάξει αίμα και νερό να λιγωθεί η καρδιά του.
Κι η Παναγιά σαν τάκουσε έπεσε και λιγώθη,
σταμνί νερό της ρίξανε, τρία κανάτια μόσχο
για να της ερθ' ο λογισμός, για να της έρθει ο νους της.
Κι' όταν της ηρθ' ο λογισμός, κι' όταν της ηρθ' ο νους της,
ζητά μαχαίρι να σφαγεί, ζητά φωτιά να πέσει,
ζητά γκρεμό να γκρεμιστεί για το μονογενή της.
-Μην σφάζεσαι, Μανούλα μου, δεν σφάζονται οι μανάδες
Μην καίγεσαι, Μανούλα μου, δεν καίγονται οι μανάδες.
Λάβε, κυρά μ' υπομονή, λάβε, κύρά μ' ανέση.
-Και πώς να λάβω υπομονή και πώς να λάβω ανέση,
που έχω γυιο μονογενή και κείνον Σταυρωμένον.
Κι' η Μάρθα κι' η Μαγδαληνή και του Λαζάρου η μάνα
και του Ιακώβου η αδερφή, κι οι τέσσερες αντάμα,
επήραν το στρατί-στρατί, στρατί το μονοπάτι
και το στρατί τους έβγαλε μες του ληστή την πόρτα.
-Άνοιξε πόρτα του ληστή και πόρτα του Πιλάτου.
Κι η πόρτα από το φόβο της ανοίγει μοναχή της.
Τηράει δεξιά, τηράει ζερβά, κανέναν δεν γνωρίζει,
τηράει δεξιώτερα βλέπει τον Αϊγιάννη,
Αγιέ μου Γιάννη Πρόδρομε και βαπτιστή του γυιου μου,
μην είδες τον υγιόκα μου και τον διδάσκαλόν σου;
-Δεν έχω στόμα να σου πω, γλώσσα να σου μιλήσω,
δεν έχω χεροπάλαμα για να σου τόνε δείξω.
Βλέπεις εκείνον το γυμνό, τον παραπονεμένο,
οπού φορεί πουκάμισο στο αίμα βουτηγμένο,
οπού φορεί στην κεφαλή αγκάθινο στεφάνι;
Αυτός είναι ο γυιόκας σου και με ο δάσκαλός μου!
Κι' η Παναγιά πλησίασε γλυκά τον αγκαλιάζει.
-Δε μου μιλάς παιδάκι μου, δε μου μιλάς παιδί μου;
-Τι να σου πω, Μανούλα μου, που διάφορο δεν έχεις·
μόνο το μέγα-Σάββατο κατά το μεσονύχτι,
που θα λαλήσει ο πετεινός και σημάνουν οι καμπάνες,
τότε και συ, Μανούλα μου, θάχεις χαρά μεγάλη!
Σημαίνει ο Θεός, σημαίνει η γη, σημαίνουν τα Ουράνια,
σημαίνει κι' η Άγια Σοφία με τις πολλές καμπάνες.
Όποιος τ' ακούει σώζεται κι' όποιος το λέει αγιάζει,
κι' όποιος το καλοφουγκραστεί Παράδεισο θα λάβει,
Παράδεισο και λίβανο απ' τον Άγιο Τάφο».

Έθιμα και Κάλαντα του Αγίου και Δικαίου Λαζάρου


Σύμφωνα με τον Άγιο Επιφάνιο τον επίσκοπο της Κωνσταντίας της Κύπρου (367-403), ο Δίκαιος και Τετραήμερος Λάζαρος όταν έγινε η Έγερση και η Ανάσταση του ήταν  30 ετών. Εξαιτίας το γεγονότος ότι  «εβουλεύσαντο οι αρχιερείς, ίνα και τον Λάζαρον αποκτείνωσιν» (Ιω. ιβ΄ 9-11) μετοίκησε στην Κύπρο όπου έζησε εκεί  άλλα 30 έτη. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν σκυθρωπός κι αγέλαστος ύστερα από την τετραήμερη παραμονή του στον Άδη. Αναφέρεται δε πως μόνο μια φορά στην μετέπειτα ζωή του μειδίασε κι αυτή ήταν όταν είδε κάποιον να κλέβει ένα πήλινο αγγείο.Τότε λέγεται ότι είπε: «το  χώμα κλέβει το χώμα».
Η ημέρα της εορτής Του Αγίου είναι πολύ σημαντική και ο Άγιος Λάζαρος πολύ θαυματουργός. Στη Λήμνο  συνηθίζουν για να τιμήσουν τον Άγιο, Δίκαιο και Τετραήμερο Λάζαρο να φτιάχνουν τα λαζαρούδια. Ζυμάρι που μέσα κρύβουν κομματάκια σύκου. «Θα κόψουν ένα κομμάτι ίσαμε μισή οκά, θα διπλώσουν μέσα σύκα και θα κάνουν τρίγωνο. Θα το ζώσουν με κομμάτ’ ζμαρούδ’ όπως γίνεται η φασκιά και τα λεν Λαζάρ’. Δίνουν στις φτωχές και για σχώριο». Τα λαζαρούδια τα μοιράζουν για να συγχωρεθούν οι ψυχές των κεκοιμημένων. Παλαιότερα οι νοικοκυρές θεωρούσαν υποχρέωση τους να φτιάξουν τα λαζαρούδια για να φροντίζει ο Άγιος το σπιτικό τους και να έχουν πάντα ευμάρεια. Τα παιδιά, συνήθως τα κορίτσια, οι λαζαρίνες με στολισμένα καλάθια συνήθιζαν να περνούν από τα σπίτια του χωριού τραγουδώντας  τα κάλαντα του Λαζάρου.
Κάλαντα του Λαζάρου


Ήρθε ο Λάζαρος, ήρθαν τα Βάγια,
ήρθε των Βαγιών η εβδομάδα.
-Ξύπνα Λάζαρε και μην κοιμάσαι,
ήρθε η μέρα σου και η χαρά σου.

-Πού ήσουν Λάζαρε; Πού ήσουν κρυμμένος;
-Κάτω στους νεκρούς, σαν πεθαμένος.
Δε μου φέρνετε, λίγο νεράκι,
που 'ν' το στόμα μου πικρό φαρμάκι.
Δε μου φέρνετε λίγο λεμόνι,
Που 'ν' το στόμα μου, σαν περιβόλι.

Ήρθε ο Λάζαρος, ήρθαν τα Βάγια,
ήρθε η Κυριακή που τρων’ τα ψάρια.
-Σήκω Λάζαρε και μην κοιμάσαι,
ήρθε η μάνα σου από την πόλη,
σου ’φέρε χαρτί και κομπολόι.
-Γράψε Θόδωρε και συ Δημήτρη,
γράψε Λεμονιά και Κυπαρίσσι.
Το κοφνάκι μου θέλει αυγά,
κι η τσεπούλα μου θέλει λεφτά.

Βάγια, Βάγια και Βαγιώ.
τρώνε ψάρι και κολιό.
Και την άλλη Κυριακή,
τρώνε το ψητό τ’ αρνί.

ή
«Πες μας Λάζαρε τι είδες εις τον Άδη που επήγες.
-Είδα φόβους, είδα τρόμους, είδα βάσανα και πόνους,
δώστε μου λίγο νεράκι να ξεπλύνω το φαρμάκι,
της καρδούλας μου το λέω και μοιρολογώ και κλαίω.
Του χρόνου πάλι να 'ρθουμε,με υγεία να σας βρούμε,   

και ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνια πολλά να ζήσει,                
να ζήσει χρόνια εκατό και να τα ξεπεράσει.»
Ευαγγελία Χ.Λιάπη