-«Όντας μ’αρραβωνιάζανε δεν τούξερα ο καημένος
Μα την Παναγιά δεν σ’απαρνιέμαι πια.
Στης μάνδρας τα τραφώματα ήμουν ακουμπισμένος
Έλα πέρασε, παίξε και γέλασε
-Βρε Κεχαγιά περήφανε με τις πλατιές λαγάρες
Μες στα πετρωτά μια πέρδικα πετά.
Ταχειά ψοφούν τα πρόβατα και βόσκεις τις γαιδάρες
-Μα την Παναγιά δεν σ’απαρνιέμαι πια.
Όταν σαστώ και στολιστώ και κάτσω στο καρδάρι
Μες στο σ’μπεθεριό καθρέπτης θα γενώ.
Έλα πέρασε και βήξε κι ένα πετραδάκι ρίξε
Αστιβιές κι αθυμαρέλια τ’άσπρα σου τα ποδαρέλια.
Για σταφίδες για καρύδια ,για να σπάσουμ’τα σανίδια
-Μα τον Άγιο Γιώργη αράπη βάσανα ποχ’η αγάπη
-Μα τον Άγιο Κωνσταντίνο θα σε πάρω δε σ’αφήνω.»
Την επομένη της γιορτής οι κεχαγιάδες επέστρεφαν στις μάντρες για να παραμείνουν μέχρι τις 14 Σεπτεμβρίου (του Τιμίου Σταυρού). Οι κεχαγιάδες είχαν να κάνουν πολλές εργασίες τους καλοκαιρινούς μήνες. Έπρεπε να μαζέψουν τη ρίγανη και τα σύκα, να κατεβάσουν τις τσάγλες[14], να πλύνουν τα κοπάδια αλλά και τα τυριά στη θάλασσα, να τρυγήσουν τα αμπέλια.«Μέχρι να τινάζουν τα σάμια, να τρυγήσουν τα αμπέλια και να κατεβάσουν τα αμύγδαλα».[15] Τότε θα επέστρεφαν στο χωριό για μόνιμη εγκατάσταση και θα πηγαινοέρχονται στη μάντρα κάθε μέρα. Ο καιρός άρχιζε πια να ψυχραίνει και οι κεχαγιάδες ήθελαν την θαλπωρή του σπιτιού τους. Στην καθημερινότητα τους οι κεχαγιάδες είχαν σύντροφο τους το ραβδί τους, ένα πελεκημένο ξύλο και το σκύλο, το φύλακα του κοπαδιού τους. Μαζί τους είχαν και το τορβά[16] με τα απαραίτητα. Μέσα στο τορβά ο κεχαγιάς έβαζε τρόφιμα τα οποία έπαιρνε μαζί του για να περάσει τη μέρα του. Συνήθως στο χωριό γύριζε αργά το απόγευμα. Απαραίτητα μέσα στο τορβά υπήρχε καρβέλι ψωμί , τυρί μελίπαστο ή ξερό, σουγιάς , παγουράκι με κρασί .Το ψωμί και το τυρί τα τύλιγαν με υφαντή πετσέτα. Σαλαμούρα (τυρί στην άλμη) υπήρχε άφθονη στη μάντρα του.
Η σαλαμούρα ή καλαθάκι είναι ένα τυρί άλμης σε σχήμα μικρού στρογγυλού κεφαλιού, λευκό. Για να πάρει το σχήμα και για να πήξει το έβαζαν αρχικά μέσα σε καλαθάκι φτιαγμένο από βούρλα . Όταν ήταν έτοιμο, αφού το είχαν αναποδογυρίσει και αλατίσει το έβαζαν μέσα σε ένα, ντενεκέ με άλμη. Εξωτερικά το τυρί έφερε τις ραβδώσεις από τα βούρλα και μέσα υπήρχαν διάσπαρτες μικρές τρύπες γεμάτες με σταγόνες υγρού λίπους. Στην επιφάνειά του είναι αποτυπωμένα τα σημάδια από το καλαθάκι μέσα στο οποίο ωριμάζει. Το παρασκεύαζαν από πρόβειο γάλα με τον ίδιο τρόπο για αιώνες. Το κούρεμα του κοπαδιού το έκαναν το Μάη λίγο πριν από τη γιορτή του Αγίου Κωνσταντίνου. Το κούρεμα το έκαναν όχι μόνο για το μαλλί(το οποίο ήταν πολύτιμο) αλλά και για λόγους υγιεινής των ζώων , για να μπορέσουν τα ζώα να αντέξουν καλύτερα τη ζέστη του καλοκαιριού. Στο κούρεμα τους βοηθούσαν και οι τσοπάνηδες.Από το μαλλί που μαζεύαν από το κούρεμα κρατούσαν μια ποσότητα ανάλογη με τις ανάγκες του σπιτιού για υφαντά και την υπόλοιπη την έδιναν στους εμπόρους.Το μεγαλύτερο μέρος της μέρας ο κεχαγιάς το περνούσε στη μάντρα. Για να αντιμετωπίσουν το κρύο του χειμώνα φορούσαν συνήθως γούνες φτιαγμένες από δέρμα προβάτου. Το δέρμα το επεξεργαζόντουσαν ώστε να το κάνουν ανθεκτικό. Αρχικά το αλάτιζαν, το δίπλωναν και το άφηναν αρκετές μέρες στον ίσκιο ώστε το δέρμα να δαμάσει. Έπειτα το έπλεναν στη θάλασσα για να καθαρίσει και να ασπρίσει και το στέγνωναν σε σκιερό μέρος. Όταν ήταν σίγουροι ότι η προβιά είχε στεγνώσει, την έβαζαν μέσα σε ξινό τυρόγαλο ώστε το δέρμα να μαλακώσει και να μην είναι σκληρό. Εκεί το άφηναν 8-10 ημέρες και στην συνέχεια αναλάμβαναν οι γυναίκες οι οποίες και το έραβαν για να το φορέσει ο κεχαγιάς. Για να φτιάξουν μια γούνα χρησιμοποιούσαν πέντε προβιές. Το έραβαν με τρόπο έτσι ώστε η γούνα να είναι από την μέσα μεριά για να τον ζεσταίνει και το δέρμα από έξω για να τον προστατεύει από το κρύο, τον παγερό αέρα και τη βροχή.
Αγαπημένος Άγιος του κεχαγιά ήταν ο Άγιος Μόδεστος, ο Άγιος των ζώων. Ο κεχαγιάς αγαπούσε πολύ τον Άγιο και είχε την εικόνα του στο εικονοστάσι του σπιτιού του. Ανά τακτά χρονικά διαστήματα πήγαιναν την εικόνα στο ναό και την άφηναν στο ιερό για να λειτουργηθεί και στην συνέχεια την ξανατοποθετούσαν στο εικονοστάσι του σπιτιού. Ο Άγιος ήταν ο προστάτης των κοπαδιών κι ο κεχαγιάς κάθε φορά που κάποιο ζώο αρρώσταινε ή είχε άσχημη γεννά προσευχόταν και τον παρακαλούσε να το βοηθήσει. Ο Άγιος γιόρταζε στις 18 Δεκεμβρίου. Την παραμονή του εορτασμού του Αγίου οι γυναίκες των κεχαγιάδων έφτιαχναν κόλλυβα και τα πήγαιναν στην εκκλησία, στον Εσπερινό, για να τα διαβάσει ο Ιερέας. Ευχόντουσαν τη μέρα εκείνη ο ένας στον άλλο «να τα χαιρόμαστε». Τα διαβασμένα κόλλυβα[17] τα έδιναν στα ζά(=ζώα) ανακατεμένα με τη τροφή τους για να τα προστατεύει και να τάχει γερά ο Άγιος. Πίστευαν ότι ανήμερα της γιορτής του Αγίου Μοδέστου κατά τα μεσάνυχτα , τα ζώα και ιδιαίτερα τα βόδια μιλούσαν μεταξύ τους αλλά μόνο οι αλαφροΐσκιωτοι μπορούσαν να τα ακούσουν.
Σε δύσκολες στιγμές προσευχόντουσαν στον Άγιο Μόδεστο.«Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός μου, επάκουσον της δεήσεως μου, και απέλασον πάσαν θανατηφόρον ασθένεια και βλάβην από των βοών, ίππων, όνων, ημιόνων, προβάτων, αιγών, μελισσών και των λοιπόν ζώων». Στα κάλαντα των Φώτων τραγουδούσαν τους κόπους του και τα βάσανα του κεχαγιά.
«Ω Κεχαγιά,προκεχαγιά κι πρωτοζεβγολάτη
Σπέρνεις το σπόρο του σποριού, το ένα χίλια π’νάκια,
Πάνε λαγούδια τρώγουν το, περδίκια και σκαλίζουν.
Παίρνεις το τουφέκι σου κι πας να τα σκοτώσεις
Ούτε λαγούδια εσκότωσες ,ούτε περδίκια ‘πιάσες
Αλώνισες και θέρισες όλα τ’αποφαγάκια».
Πολλές φορές οι κεχαγιάδες καλλιεργούσαν τα κτήματα του γαιοκτήμονα «μισακά». Δηλαδή ο γαιοκτήμονας έβαζε το κτήμα κι ο κεχαγιάς αναλάμβανε να το καλλιεργήσει και στο τέλος να μοιραστούν γαιοκτήμονας και κεχαγιάς την παραγωγή μισή-μισή.Η μοιρασιά γινόταν σε πινάκια.Το πινάκι ήταν ένα δοχείο που χρησίμευε ως μονάδα μέτρησης των σιτηρών.Ένα πινάκι περιείχε 12 οκάδες δηλαδή 15 κιλά.Με την πάροδο των χρόνων όμως ενώ αρχικά οι κεχαγιάδες ήταν οι οικονόμοι και οι επιστάτες των πλουσίων γαιοκτημόνων αργότερα έγιναν και οι ίδιοι ιδιοκτήτες και χαρακτηρίζονται ως γεωργοκτηνοτρόφοι.Τα λαικά τραγούδια του νησιού με τη συνοδεία της λύρας ασχολήθηκαν με τα βάσανα και τις ταλαιπωρίες που περνούσε καθημερινά ο κεχαγιάς «στα τραφώματα της μάνδρας» ως κτηνοτρόφος αλλά κι ως ζευγολάτης που καλλιεργεί τα χωράφια του αλλά τα «λαγούδια και οι πέρδικες» του καταστρέφουν τις καλλιέργειες.Έτσι ένας από τους τοπικούς χορούς του νησιού ονομάστηκε κεχαγιάδικος και είναι αφιερωμένος στον κεχαγιά.Χορεύεται κυκλικά, με βηματισμό,πηδηχτά ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλο,με σηκωμένα τα χέρια, σε 7/8. Σήμερα κεχαγιάς είναι ο Λημνιός που μπορεί να μην φοράει βράκα,να μην έχει κοπάδια πρόβατα,να μην καλλιεργεί πια τα χωράφια του, να ζει στην Αμερική , στην Αυστραλία, τον Καναδά, τη Γερμανία, στην Αθήνα αλλά η ψυχή του βρίσκεται στις ραχούλες και τις ακροθαλασσιές της Λήμνου και μόλις ακούσει τον κεχαγιάδικο νομίζει πως αφουγκράζεται τους χτύπους της καρδιάς του.
Ευαγγελία Χ.Λιάπη
[1] Κιαχαγιάδες ή κιαγιάδες ή τσαχαγιάδες . Στη γραμμική γραφή Β συναντάμε τη λέξη κεχαγιά, η οποία ταυτίζεται με ένα είδος ιερατικού αξιώματος επιφορτισμένου με το καθήκον κατά τη διάρκεια της εαρινής ισημερίας να ανεβαίνει στη κορυφή ενός λόφου και από εκεί από την κάρα (κεφαλή ) του να ρίχνει ία (λουλούδια).
[2] Κιάρι(Kar)=κέρδος Οι κεχαγιάδες θα γίνουν οι οικονομικοί διαχειριστές αρχικά και στη συνέχεια ο κεχαγιάς θα ταυτιστεί και θα σημαίνει τον μεγαλοκτηνοτρόφο ή απλά το κτηνοτρόφο.
[3] Εκτός από το προσυμφωνημένο νοίκι ο κεχαγιάς ανάλογα με την εποχή είχε την υποχρέωση να προσφέρει στο αφεντικό μέρος της παραγωγής και της σοδειάς όπως γάλα, σφαχτά(αρνιά ή μοσχάρι), κότες, αυγά, κρασί, ρακί, σταφύλια, αμύγδαλα, σταφίδες ,σύκα κ.α.
Που’ρχεται απ’την μάντρα
Μυρίζουν τα τσιρβούλια του
Όλη κορφή και γάλα
[5] Μάντρα= μαντρί. Η λέξη μάντρα στη Λήμνο, δηλώνει το αρχιτεκτονικό σύμπλεγμα που περιλαμβάνει τη στάνη το στάβλο, τη σιταποθήκη, το τυροκομείο και την αγροτική κατοικία του κεχαγιά για τους καλοκαιρινούς μήνες και περικλείεται από πέτρινο περίβολο. Στα Καμίνια της Λήμνου η μάντρα είναι ένα μονόχωρο κτίσμα, του οποίου οι ομοιότητες με τα κτίσματα της αρχαίας Πολιόχνης είναι ολοφάνερη. Έχεις την αίσθηση αντικρίζοντας μια μάντρα ότι οι άνθρωποι στο νησί για αιώνες χρησιμοποιούσαν την ίδια αρχιτεκτονική για να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες τους. Η Μάνδρα, είναι συνήθως κτισμένη σε ύψωμα δίπλα στο αλώνι και 'ξερoτρόχαλo.
[7] Τις καθημερινές φορούσαν μαύρες βράκες. Τις άσπρες τις είχαν σχετικά λίγοι και τις είχαν για τις γιορτές ή τις κοινωνικές εκδηλώσεις π.χ. γάμοι ,βαφτίσια κ.λπ.
[8] Οι βράκες και τα πουκάμισα ήταν υφαντά. Οι γυναίκες τα ύφαιναν στον αργαλειό και τα έραβαν στο χέρι..
[9] Τσαρούχι από δέρμα γουρουνιού. Το δέρμα το αλάτιζαν, έπειτα το δίπλωναν και το άφηναν τρεις μέρες να ψηθεί και να δαμάσει στην αλμύρα σε σκιερό μέρος. Στην συνέχεια το ξεδίπλωναν ,του έριχναν στάχτη και το άπλωναν να ξεραθεί.¨οταν ήταν έτοιμο το δέρμα το έπλεναν στην θάλασσα και στην συνέχεια έφτιαχναν τα τσερβούλια. Ακολουθούσαν όλη αυτή την επεξεργασία ώστε το δέρμα να γίνει κατάλληλο και ανθεκτικό για υποδήματα.
[10] Λαγάρα=λεπτή λουρίδα από δέρμα γουρουνιού με την οποία έδεναν τα τσερβούλια. Λειτουργούσαν ως κορδόνια. Όσο πιο πλατιά ήταν η λαγάρα τόσο πιο πλούσιος ήταν ο κάτοχος της
[17] Στη Λήμνο έφτιαχναν κόλλυβα για τα ζώα τους, τα πηγαίνουν στην εκκλησία και τα διάβαζε ο παππάς. Στην ταγή για τα βόδια συνήθιζαν να τα ρίχνουν για να φάνε τα ζώα και να είναι υγιή.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου