Κυριακή 1 Ιανουαρίου 2012

Έθιμα των Φώτων και κάλαντα της Λήμνου


«Εις την Πλάκα της Λήμνου τ’Αλόφωτα[1] οι γυναίκες παίρνουν τις εικόνες από το σπίτι και πάνε στην εκκλησιά και μετά πάνε στη θάλασσα.
Και όταν ρίξη ο παπάς το Σταυρό, κολυμπούν οι άνθρωποι να τον πιάσουν και αναμεταξύ οι γυναίκες, όσο να πιάσουν το Σταυρό από τη θάλασσα, παίρνουν με μια κρατούνα(νεροκολόκυθο)νερό από 40 κύματα και έπειτα βουτούν βαμβάκι μέσα στο νερό και πλένουν τις εικόνες δε λαλάνε(άλαλο νερό).
Ύστερα το νερό εκείνο το πηγαίνουν στην εκκλησία και το χύνουν σε μέρος που δε πατιέται 
Παίρνουμ’ αγιασμό απ’ την αγκλησά(=εκκλησία) του Φωτός, την πρώτη μέρα,(όχ’ ανήμερα) και κάνουμ’ μαργαρίτες. 
Ζ’μώνουμ’ ζ’μάρι με νερό και με τον αγιασμό κ’έπειτα τ’ ανελούμε καλά πυρώνουμ’ το πλακί (πέτρα) και το βάζουμ’ στην πυρουστιά και φωτιά πολλή αποκάτ’ και χύνουμ’ με το κουτάλ’ αργιά αργιά και γίνουνται τρυπίτσες. Και λέμε στα παιδιά, ότι έρχονται Καλλ’καντζάρ’ και τις τρυπούν.
Τα Φώτα, την παραμονή, μόλις βασιλέψ’ ο ήλιος, γίνονται παρέες και δυο απ’ αυτούς φορούν μουτσούνες. Είναι ντυμέν’, βάζουν κάτ’ τσόλια ,και παν απ΄΄ο σπίτ’ σε σπίτ’ και φοβερίζουν τα παιδιά.
Έχουν και κ’δούνια, τρέχουν και βροντούν τα κ’δούνια (τα badaτζούδκα τα λέμε, badaτζος = καλλικάντζαρος).Άμα ακούσουν τα παιδιά, κρυβγιένται κι αυτοί ρωτούν: Κλαίν’ τα παιδιά.
Χτυπούν και το ραβδί χάμω και στην πόρτα. Τις δίνουμ’ μαρμαρίτες, κρασί, μούστο, κρέας χοιρινό. Τους λέμε και Καλλ’κατζάρ’». (Γ.Μέγας,1945)
Για να φύγουν τα καλλιτζαράκια συνήθιζαν να λένε:

«Φεύγετε και φεύγουμε
Να ο παπάς με το σταυρό
Κι η παπαδιά με το δαυλό».
 
Τα λημνιακά κάλαντα των Φώτων

«Εδώ μας στείλαν κι ήρθαμε
σε τούτα τα παλάτια
τα δίπατα, τα τρίπατα, τα μαρμαροχτισμένα.
Τρεις άρχοντες τα χτίζανε κι τρεις αντρειωμένοι
Από  μέσα με μάλαμα κι απ’ όξω με τ’ ασήμι,
κι’ απ’όξω απ’την πόρτα του αγιόκλημα ανθίζει.
Κάνει σταφύλια ροζακιά και το κρασί μοσχάτο.

Είπαμε για το σπίτι σας
Ας πούμε για του αφέντη.
Σένα σε πρέπ’ αφέντη μου
Καρέκλα καρυδένια
Για ν’ακουμπά η μέση σου
Η μαργαριταρένια.

Είπαμε για τον αφέντη σας
Ας πούμε για την κυρά σας.

Σήκω κυρά μου κι άλλαξε να πας ταχιά στα Φώτα
Στα Φώτα στα φωτίσματα
Και στου Θεού το λόγο.

Είπαμε και για την κυρά ας πούμε για τα παιδιά σας

Κυρά μου τα παιδάκια[2] σου
Λούζετα, χτένιζε τα
Και στέλνε τα στο δάσκαλο
Γράμματα να μαθαίνουν.

Προξενητάδες[3] έρχονται
Προξενητάδες φεύγουν
ρωτάνε και ξαναρωτούν
Ποια είναι αυτή η κόρη
Πούχει τα μάτια σαν ελιές
Τα φρύδια σαν αβδέλες
Και είναι η ομορφότερη απ’ όλες τις κοπέλες

Κι αν έχεις παιδιά στην ξενιτειά
Καλές ειδήσεις να’χεις.
Με το καλό να τα δεχτείς
Και να τα σφιχταγκαλιάσεις.
Σε σένα πρέπει νιο παιδί[4]
Χιλιόχρυσο ζωνάρι
Κι ένα καλό μοτοσακό
Να βγαίνεις στο σεργιάνι.

Σένα σε πρέπει αφέντη[5] μου
Χίλια χρόνια να ζήσεις
Στον άγιο τάφο του Χριστού να πας να προσκυνήσεις.

Να πούμ’ και για τον Κιαχαγιά κανέ καλό τραγούδι
Μπρε Κιαχαγιά, μπρε κιαχαγιά, μπρε πρωτοζευγολάτη
Σπέρνεις το σπόρο, το σπυρί το ένα χίλια πινάκια
και κείνο σου το φάγανε περδίκια και λαγούδια
Παίρνεις το τουφεκάκι σου να πας να τα σκοτώσεις,
Ούτε περδίδια σκότωσες ούτε λαγούδια πιάσες
μόν’ θέρισες κι αλώνισες όλα τ’ αποφαγούδια
Την ώρα που δερμόνιζες να ο Χριστός κατέβει
στάθηκε και το βλόγησε με το δεξί του χέρι
Με το δεξί με το ζερβί με το αριστερό του
Κάνει τις τάλιες εκατό, τα πινάκια δέκα χιλιάδες
Εκεί που εσταμάτησε χρυσό δεντρί φυτρώνει
κι’ εκεί που παραπάτησε φυτρών’ κυπαρισσάκι
Είπαμε για τον Κιαχαγιά ο Θος να τον φυλάγει
ο Θος να τον πολυχρονά και να τον στερεώνει.


Σήκω κυρά μου κι άνοιξε την πόρτα[6] την καρένια
κι έχω δυο λόγια να σου πω κι εκείνα ζαχαρένια
τα φέρανε απ’ τη Ζαχαριά κι είναι ζαχαρωμένα
Από το μαύρο γούρτζελο κανένα κομματάκι
κι’ από το άσπρο πρόβατο κανέ ξηρό τυράκι
Και από την άσπρη κότα σας κανένα αυγουλάκι.

Κι’ ακόμα δεν το ήβρηκες το μάνταλο ν’ ανοίξεις
να μας κεράς ένα κρασί κι πάλι να σφαλίσεις
Τέλος φόρμας

Ευαγγελία Χ.Λιάπη



[1] Αλόφωτα αποκαλούσαν την ημέρα των Φώτων
[2] Αν στο σπιτικό υπάρχουν μικρά παιδάκια.
[3] Όταν υπάρχει ανύπαντρη κόρη.
[4] Για τον ανύπαντρο γιό. Το μοτοσακό προστέθηκε λίγο μετά τον πόλεμο. Αποτελούσε το άπιαστο όνειρο του κάθε νέου, η απόκτηση μιας μηχανής.
[5] Όταν πήγαιναν στο σπίτι του ιερέα του χωριού ή σε κάποιο θεοσεβούμενο. Τα παλαιότερα χρόνια το ταξίδι για να προσκυνήσεις στον Πανάγιο Τάφο ήταν όνειρο και επιθυμία κάθε πιστού.
[6] Καθώς η ώρα περνούσε κι η πόρτα ήταν ακόμα κλειστεί τραγουδούσαν για να τους ανοίξει  η οικοδέσποινα.

1 σχόλιο: