Τριώδιο αποκαλείται η περίοδος του έτους που προηγείται του εορτασμού της Αναστάσεως. Η κινητή[1] περίοδος του Τριωδίου που ορίζεται από το πότε θα πέσει το Πάσχα, αρχίζει την Κυριακή του Τελώνη & Φαρισαίου και τελειώνει το Μέγα Σάββατο. Ονομάστηκε Τριώδιο από το λειτουργικό εκκλησιαστικό βιβλίο που χρησιμοποιείται τις ημέρες αυτές. Η περίοδος του Τριωδίου περιλαμβάνει δέκα Κυριακές. Οι τρεις πρώτες Κυριακές αποτελούν τα προπύλαια της Μεγάλης Σαρακοστής. Κυριακή του Τελώνου και Φαρισαίου, Κυριακή του Ασώτου και Κυριακή της Απόκρεω.
Η περίοδος των Αποκριών ήταν περίοδος ευθυμίας και διασκέδασης. Πριν τη Μεγάλη Σαρακοστή[2] οι Λημνιοί ήθελαν να διασκεδάσουν και να προετοιμαστούν για την μεγάλη νηστεία που θα ακολουθούσε. Τα παλαιότερα χρόνια στο νησί αποκαλούσαν την πρώτη εβδομάδα του Τριωδίου, «Προφωνή»[3]. Επειδή ένας ντελάλης συνήθιζε να ενημερώνει τους κατοίκους ότι εισέρχονταν στην περίοδο της Αποκριάς.Τη δεύτερη βδομάδα, οι Λήμνιοι την αποκαλούσαν «Ολόκριγια ή Κρεατινή» επειδή δεν νήστευαν από κρέας (κρίγια) Τετάρτη και Παρασκευή[4].Την τρίτη εβδομάδα την αποκαλούσαν «Τυρινή». Την Τυρινή κατανάλωναν κυρίως τυροκομικά προϊόντα για να ενδυναμώσουν και να είναι έτοιμοι για τη μεγάλη νηστεία της Σαρακοστής που θα ακολουθούσε.
Το πρώτο Ψυχοσάββατο ήταν αφιερωμένο τους αγαπημένους τους ανθρώπους, αυτούς που είχαν φύγει από τη ζωή. Έπρεπε λοιπόν οι νοικοκυρές να ετοιμάσουν τα κόλλυβα αλλά και το κολλυβόζουμο[5], να τα πάνε στην εκκλησία μαζί μ’ ένα πρόσφορο που είχαν ζυμώσει και ψήσει και αφού τα διάβαζε ο ιερέας να τα μοιράσουν «για να σ’χωρεθούν τα πεθαμένα». Παλαιότερα έπρεπε να κάνουν κόλλυβα για τους νεκρούς και τα τρία Ψυχοσάββατα. Με την πάροδο του χρόνου όμως το έθιμο περιορίστηκε μόνο στο πρώτο Ψυχοσάββατο.
Πίστευαν ότι τα τρία Ψυχοσάββατα[6]το Κρεατινό, το Τυρινό και το πρώτο της Μεγάλης Σαρακοστής) δεν έπρεπε να λουστούν αλλά ούτε και να ασχοληθούν με τον αργαλειό. Την Τσικνοπέμπτη, οι Λήμνιες νοικοκυρές έφτιαχναν σπιτίσια μακαρόνια τις «Βαλάνες».(Γ.Μέγας)Έσφαζαν συνήθως και μια κότα με την οποία τσίκνιζαν ή έψηναν παστό χοιρινό. Συνήθιζαν να μαζεύονταν παρέες στα σπίτια και να διασκεδάζουνε. Τα νυχτέρια της περιόδου της Αποκριάς άλλαζαν χαρακτήρα και μεταμορφώνονταν σε βεγγέρες.Τις Αποκριές, οι Λημνιές κρατούσαν σειρά για το ποια θα πρωτοψήσει στο φούρνο της γειτονιάς. Μοσχομύριζαν οι μαχαλάδες από τις τυρόπιτες, τις γαλατόπιτες και τις κολοκυθόπιτες. Τα εδέσματα γενικότερα στα τραπέζια ήταν πλούσια και το κρασί άφθονο.
Κατά τις βεγγέρες οι Λημνιοί συνάζονταν στα σπίτια φίλων και συγγενών κι έπαιζαν διάφορα παιχνίδια όπως ήταν η κολοκυθιά, η μπερλίνα, τα τυφλοπάνια, το άλογο, η παπαδιά, η αμπάρα, η γουρτζάλλα, το ξύλο το γαμάρ’.(Γ.Μέγας,1950) αλλά και η μπουκάλα. Ένα άλλο παιχνίδι των ημερών ήταν κι ο « ξομολόγος». Συνήθως η ποινή ήταν το «μουτζούρωμα», με την κάπνα από το τηγάνι. Στη Σκανδάλη, «την Αποκριά έζευαν τους σκύλους με μικρό αλέτρι, το φκιάναν με ξύλα, είδος αλέτρι μικρό, ζευγήτες μικρές, να βαστούν το κεφάλι του σκύλου. Ένας τους τραβούσε και κατόπιν τους λαλούσε. Ένας άλλος από μπροστά μ’ένα τροβά στην πλάτη έσπερνεν αντίς για σπόρο στάχτη. Η στάχτη πήγαινε στα μάτια του κόσμου, γελούσαν, γινόταν χάβρα».[7]Την Αποκριά μεταμφιεζόντουσαν, μασκαρεύονταν. Στόχος να μην αναγνωριστούν αλλά και να προκαλέσουν το γέλιο. Φορούσαν ότι ρούχα έβρισκαν. Τα φορούσαν ανάποδα. Παλιά και φαρδιά ρούχα ενώ κάλυπταν το πρόσωπο για να μην τους αναγνωρίζουν. Κάλυπταν το πρόσωπο με μουτζούρες, μαντήλια. Φορούσαν προβιές ζώων, κουδούνια, κρατούσαν ξύλα , μπαστούνια, μαγκούρες κι έκαναν με παντομίμα αστείες κινήσεις προκαλώντας τους άλλους να μαντέψουν την ταυτότητα τους.Όταν αποκαλύπτονταν η ταυτότητα των μασκαράδων άρχιζε το τραγούδι και ο χορός.
Την Κυριακή της Τυρινής φρόντιζαν να πάει όλη η οικογένεια στον Εσπερινό για να συγχωρεθούν. Στη συνέχεια ακολουθούσε γλέντι.Εκείνο το βράδυ στο τραπέζι η οικογένεια έπαιζε και το «παιχνίδι με το αυγό».Επειδή έπρεπε «με αυγό να κλείσει το στόμα το βράδυ της Αποκριάς και με αυγό να ανοίξει πάλι το βράδυ της Ανάστασης». Σύμφωνα με το έθιμο όλη η οικογένεια καθόταν γύρω από το τραπέζι και ο μεγαλύτερος, συνήθως ο πατέρας, είχε δέσει σε μια κλωστή που κρεμόταν από το ταβάνι, ένα βραστό αυγό. Τα μέλη της οικογένειας προσπαθούσαν με το στόμα χωρίς να χρησιμοποιήσουν καθόλου τα χέρια τους, να πιάσουν και να δαγκώσουν το αυγό. Όποιος τα κατάφερνε το θεωρούσαν τυχερό. Η όλη διαδικασία προκαλούσε τα γέλια και τα πειράγματα.
«Στη Φυσίνη της Λήμνου, την Απόκρια (και την
Καθαρή Δευτέρα) μερικοί μουτζουρώνονται και ζεύονται στ’ αλέτρι κ’ ένας άλλος
με τη βουκέντρα τους λαλεί. Μπροστά ένας άλλος σπέρνει δήθεν σπόρο - ρίχνει
στάχτη, χώμα».[8].Την Καθαρά
Δευτέρα γιόρταζαν στην εξοχή τα κούλουμα, με σαρακοστιανά, αλάδωτα και
προετοιμάζονταν για τα Θεία Πάθη που θα ακολουθούσαν.
Ευαγγελία Χ.Λιάπη
[1] Η περίοδος του Τριωδίου είναι κινητή γιατί συνδέεται με το Πάσχα που είναι κινητή εορτή.
[2] Την περίοδο της Μεγάλης Σαρακοστής δεν γίνονταν γάμοι, χοροί, πανηγύρια. Οι γυναίκες απέφευγαν ακόμα και να στολιστούν.
[3] «Προφωνούμαι σοι, πτωχέ, το σακίν σου πώλησον, την εορτή διάβασον», δηλαδή σύμφωνα με τη βυζαντινή παροιμία παραγγέλλεται στο φτωχό να πουλήσει ακόμα και το σακάκι του για να εξοικονομήσει τα απαραίτητα για τις Αποκριές.
[4] «Γιατί δε νηστεύουμ’ Τετάρτη και Παρασκευή αυτή τη βδομάδα».
[5] Το κολλυβόζουμο το έκαναν για να γλυκάνουν τις ψυχές των πεθαμένων. Πίστευαν ότι αυτοί την περίοδο του έτους οι ψυχές είχαν ανέβει στον επάνω κόσμο και ήθελαν να τις φροντίσουν.
[6] "Ανάθεμα που δούλευε τα τρία τα Σαββάτα,
το Κρεατινό, το Τυρινό, τ' αγίου Θεοδώρου!"
[7] Γ.Μέγας(1950)
[8] Γ.Μέγας(1950)
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου