Το μήνα Ιούνιο παλαιότερα τον αποκαλούσαν «Θεριστή»
γιατί το μήνα αυτό οι γεωργοί θέριζαν τα σιτηρά τους.
Στη διαδικασία του θερισμού στη Λήμνο συμμετείχαν όλα τα
μέλη της οικογένειας, από τα μικρά παιδιά έως και τα πιο ηλικιωμένα μέλη. Η
δουλειά ήταν πολύ, για αυτό κι όλοι έπρεπε να βοηθήσουν.
Στο θερισμό βοηθούσαν εκτός από την οικογένεια και φίλοι.
Συνήθιζαν οι πρωτινοί Λήμνιοι να βοηθούν ο ένας τον άλλο. Έτσι τη μια μέρα
βοηθούσαν το συγχωριανό και φίλος τους να θερίσει και την άλλη ημέρα ερχόταν
εκείνος με την οικογένεια του να τους βοηθήσει στο θέρος.
Η αρχή του θερισμού γινόταν κυρίως ημέρα Δευτέρα[1].
Ξεκινούσαν πρωί, σχεδόν αξημέρωτα για το χωράφι, που
έπρεπε να θερίσουν.
Έφευγαν πρωί, για να προλάβουν να θερίσουν και να μην
τους πιάσει ο ήλιος, που τον Ιούνιο έκαιγε πολύ.
Μαζί τους έπαιρναν το τορβά[2]
όπου μέσα είχαν
βάλει καρβέλι ψωμί, τυρί σαλαμούρα, παστές
σαρδέλες, ντομάτες, ελιές, ένα σουγιά καθώς κι ένα παγουράκι με κρασί.
Οι γυναίκες φορούσαν ανοιχτόχρωμα ενδύματα. Το κεφάλι είχαν
τυλίξει περίτεχνα με λευκά μαντήλια,[3]
για να μην τις μαυρίσει ο ήλιος. Οι άνδρες φορούσαν κυρίως ψάθινα καπέλα.
Αν στο χωράφι δεν υπήρχε κάποιο δένδρο, έφτιαχναν με ένα
σεντόνι τσαντήρι κι από κάτω τοποθετούσαν τα πράγματα τους.[4]
Το μεσημέρι εκεί έστρωναν κι έτρωγαν.
Πρώτος στο χωράφι για το θερισμό έμπαινε ο ιδιοκτήτης. Έκανε
το σταυρό του και με το δρεπάνι του έκοβε δυο χερόβολα και τα άφηνε σταυρωτά κατά
γης. Ύστερα ευχόταν «Καλή σοδειά».
Το εργαλείο που χρησιμοποιούσαν στο θερισμό είναι το
πανάρχαιο δρεπάνι. Έπαιρναν μια αγκαλιά
από στάχυα με το αριστερό χέρι και με το
δεξί κρατώντας το δρεπάνι, τα έκοβαν.
Στο θερισμό συμμετείχαν κυρίως γυναίκες. Οι γυναίκες θέριζαν εμπρός κι άφηναν κάτω τα χερόβολα. Οι
άνδρες τα μάζευαν, τα έδεναν[5]
και στη συνέχεια σχημάτιζαν τα δεμάτια
και τα έδεναν. Δυο τρία χερόβολα
έφτιαχναν ένα δεμάτι.
Η δουλειά απαιτούσε ιδιαίτερη προσοχή και δεξιοτεχνία,
γιατί αν τα χερόβολα και τα δεμάτια δεν ήταν σωστά δεμένα, θα σκόρπιζαν κατά τη
μεταφορά κι ο κόπος θα ήταν διπλός.
Τα δεμάτια, τα κουβαλούσαν με τα ζώα στα αλώνια, όπου εκεί
αργότερα, όταν θα είχε ολοκληρωθεί το θέρος, θα τα αλώνιζαν.
Στο αλώνι τα δεμάτια τα τοποθετούσαν με τάξη, το ένα
επάνω στο άλλο και σχημάτιζαν τις θημωνιές.
Κατά τη διάρκεια του θερισμού, οι θεριστές τραγουδούσαν[6]
και χωρατεύονταν.
Συνήθως άφηναν για το καλό[7],
μια σπίθα γης αθέριστη ή άφηναν ένα δεμάτι, το οποίο το έστηναν στο κέντρο του χωραφιού.
Όταν τελείωνε ο θερισμός έπαιρναν μια δέσμη σταριού και με
αυτή έπλεκαν ένα σταυρό, τον οποίο τοποθετούσαν για ευλογία στη θύρα του
σπιτιού ή στο εικονοστάσι, δηλωτικό του τέλους του θέρους.
Ευαγγελία
Χ. Λιάπη
[1] Επέλεγαν να ξεκινήσουν τη Δευτέρα.Αν δεν τα
κατάφερναν προτιμούσαν Τετάρτη ή Παρασκευή. Απέφευγαν πάση θυσία τις ημέρες
Τρίτη και Πέμπτη, τις οποίες δεν θεωρούσαν κατάλληλες για να ξεκινήσουν το θέρος.
[2] Τορβάς ή ντορβάς=δισάκι
[3] Το μαντήλι το αποκαλούσαν «μποξά».
Ο μποξάς ήταν ένα χοντρό υφαντό τετράγωνο ύφασμα. Το δίπλωναν τριγωνικά και το
έδεναν σφιχτά γύρω από το πρόσωπο. Για να είναι δροσερές ανάμεσα στο λευκό μποξά,
τοποθετούσαν και μια βαμβακερή πετσέτα. Κατέβαζαν χαμηλά το μαντήλι και το
έδεναν κατά το οθωμανικό πρότυπο. Το μόνο που ξεχώριζε ήταν τα μάτια τους. Στα
χέρια φορούσαν πλεχτά γάντια για να τα προστατεύσουν από τοη ήλιο ή τα
«μανικέτια» φτιαγμένα από το ίδιο ύφασμα με το μποξά. Η μόδα της εποχής ήθελε
τις γυναίκες να έχουν λευκό δέρμα. Για το λόγο αυτό οι Λήμνιες με κάθε τρόπο
προσπαθούσαν να προφυλάξουν το πρόσωπο και τα χέρια από τον ήλιο.
[4]Οι μωρομάνες έφερναν στο χωράφι
συνήθως και τα μωρά τους που έπρεπε να θηλάσουν και τα κρατούσαν σε
σκιερό μέρος. Για αυτοσχέδια κούνια χρησιμοποιούσαν το σαμάρι, το οποίο
τοποθετούσαν ανάποδα. Αν δεν έστηναν «τσαντήρι» τοποθετούσαν δυο δεμάτια στάρι
το ένα πάνω στο άλλο και στη σκιά του έβαζαν το βρέφος.
[5] Με τις καλαμιές του σταριού.
[6] Ένα από τα αγαπημένα τραγούδια
που έλεγαν οι θερίστριες ήταν το «τραγούδι της Σούσας». Μέχρι να αποσώσουν το
τραγούδι είχαν θερίσει το μισό χωράφι. Το τραγούδι αναφερόταν στον έρωτα μιας
ελληνοπούλας της Σούσας με Τούρκο τον Σερίφ Μπέη.
«Είκοσι πέντε του Μαρτιού π’ ανθίζει το ζουμπούλι
ν’ ακούσατε τι θα σας πω, της Σούσας το τραγούδι.
Η Σούσα ήταν όμορφη, της Χώρας το καμάρι
κι αγάπα τον Σερίφ Μπέη το τουρκοπαλικάρι…»
ν’ ακούσατε τι θα σας πω, της Σούσας το τραγούδι.
Η Σούσα ήταν όμορφη, της Χώρας το καμάρι
κι αγάπα τον Σερίφ Μπέη το τουρκοπαλικάρι…»
[7] Με αυτό τον τρόπο ευχαριστούσαν
το ίδιο το χωράφι για τη καλή σοδειά που
τους παρείχε.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου